Τρίτη 29 Μαΐου 2012

Επαναστάσεις, Κεφάλαιο 2, μέρος β΄


Στο σχολείο τα πράγματα δεν ήταν και πολύ καλύτερα απ’ ό,τι στο σπίτι. Ο Μάρκο ήταν «μαθητής της γαλαρίας», από ’κείνους που μπορούν να οδηγήσουν σε απόγνωση και τους πιο υπομονετικούς καθηγητές. Σφύριζε, σκάλιζε τη μύτη του, ανέβαζε τα πόδια στο θρανίο, πείραζε όποιον καθόταν σε απόσταση βολής, έσκιζε χαρτιά, έφτιαχνε σαΐτες… Ναι, έφτιαχνε καταπληκτικές σαΐτες! Ύστερα από κάμποσες χρονιές στην ίδια τάξη είχε γίνει μάστορας στην αεροδυναμική, πράγμα για το οποίο τον θαύμαζαν όλοι οι μαθητές της γαλαρίας αλλά και κάμποσοι απ’ τους άλλους, που βέβαια δεν θα το ’δειχναν σε καμία περίπτωση. Οι σαΐτες του μπορούσαν να διασχίσουν ολόκληρο το προαύλιο και να προσγειωθούν με μαγική ακρίβεια στα πόδια ακριβώς εκείνου για τον οποίον προορίζονταν τα γραμμένα πάνω τους -προσβλητικά συνήθως- λόγια. Με αυτόν τον τρόπο μπορούσε να επικοινωνεί με έναν τρόπο απίθανο κι αληθινά ευφάνταστο, που καταργούσε την προσωπική του συστολή και να ενημερώνει άπαντες για τη γνώμη του: «ο γυμνασιάρχης είναι γουρούνι», «ο λυκειάρχης είναι μαλάκας», «η Έλσα είναι και πολύ γκόμενα» και πάει λέγοντας. Κι εκείνες τις ελάχιστες φορές που ένιωσε ερωτευμένος στ’ αλήθεια με κάποια απ’ τις συμμαθήτριες, ο μόνιμος τρόπος εκδήλωσης των συναισθημάτων του ήταν οι σαΐτες. Με τα κορίτσια είχε μεγάλη επιτυχία έτσι κι αλλιώς. Μια επιτυχία λιγάκι άγευστη, αφού ο ίδιος δεν μπορούσε να την απολαύσει, λόγω της φυσικής του συστολής και της απόλυτης αδυναμίας του να εκφράσει οποιοδήποτε συναίσθημα. Ήταν όμως στ’ αλήθεια γοητευτικός: ψηλός, με μαύρα μακριά μαλλιά και μάτια πάντα σκιασμένα από εκείνη ακριβώς την αδιόρατη θλίψη που κάνει τα κορίτσια να τρελαίνονται και να ποθούν να την γιατρέψουν ή τουλάχιστον να την πληθύνουν. Το βάδισμά του ήταν ιδιαίτερο. Προχωρούσε λιγάκι άτσαλα, αλλάζοντας ρυθμό σε κάθε βήμα, θαρρείς και χόρευε με μια μουσική που δεν άκουγε άλλος εκτός από αυτόν, λυγίζοντας ελαφρά τα αυτοκρατορικά του γόνατα και κουνώντας όσο ακριβώς χρειαζόταν τα γυμνασμένα του χέρια. Δεν μιλούσε πολύ- αυτό το είπαμε ήδη- κι αυτό τον έκανε ακόμα πιο γοητευτικό, γιατί μπορούσε κανείς να υποθέσει ό,τι ακριβώς επιθυμούσε μέσα σε κείνη τη σιωπή και κανείς δεν μάντευε την πραγματική της αιτία: ο Μάρκο δεν είχε τι να πει. Ποτέ και σε κανέναν. Κολυμπούσε πάντα κάπου λίγο πιο πάνω ή λίγο πιο πίσω απ’ τα πράγματα –ούτε εκείνος ήξερε να πει- κι ένιωθε γι’ αυτό εκτός τόπου και χρόνου. Άβολη αίσθηση που τη σκέπαζε η σιωπή κι ένα γοητευτικό αινιγματικό χαμόγελο, αποτέλεσμα μακρόχρονης εξάσκησης μπροστά στον καθρέφτη. Ντυνόταν επιδεικτικά με κολλητά παντελόνια και δερμάτινα μπουφάν και πολύ θα γούσταρε να ’χε μια μηχανή, πράγμα που τόσο η Σάρα όσο και ο Πάολο του το ’χαν ξεκόψει εξ αρχής. Με το πέρασμα των χρόνων δυο πράγματα στέριωναν μέσα του βαθύτερα: η απέχθεια για την πολιτική και η λατρεία του για τον Μίστερ Τζι. Ναι, λατρεία είναι η μόνη λέξη που θα μπορούσε να περιγράψει την μονόδρομη σχέση του Μάρκο με τον ήρωά του. Κάποια στιγμή στην εφηβεία του σταμάτησε να αγοράζει το εβδομαδιαίο περιοδικό, σταμάτησε να συζητάει τις περιπέτειες του υπέρ-κατασκόπου με τους λιγοστούς φίλους που μοιράζονταν το πάθος του, έκρυψε στο πατάρι την τεράστια συλλογή των κόμικς, όσων κατόρθωσε να μαζέψει μετά την καταστροφική επέμβαση της Σάρας αλλά μέσα του είχε στήσει έναν υψηλό βωμό ολότελα αφιερωμένο σ’ αυτόν ακριβώς τον τύπο ανθρώπου που εκπροσωπούσε ο Μίστερ Τζι: στον άνθρωπο που δεν έχει ηθικούς φραγμούς κι ενδοιασμούς, που δεν δένεται συναισθηματικά με τίποτα και με κανέναν, εκτός ίσως απ’ το υπέρ-αυτοκίνητό του στο οποίο είχε μια ξεχωριστή αδυναμία. Οι γυναίκες γι’ αυτόν τον τύπο άντρα δεν ήταν τίποτα περισσότερο από μέσο κοινωνικής επίδειξης της ανυπέρβλητης υπεροχής του σε σύγκριση με όλα τα άλλα αρσενικά και μέσο ανακούφισης βιολογικών αναγκών που καθόλου δεν έπρεπε να μπερδεύονται με συναισθηματισμούς και αηδίες. Ο Μάρκο ξέχασε στην πορεία πως ο Μίστερ Τζι στην πραγματικότητα δεν υπήρχε κι ήταν μονάχα κόμικ σχεδιασμένο με λεπτό μαρκαδοράκι και τυπωμένο σε χαρτί διαστάσεων Α3 και προσπαθούσε να εναρμονίσει τη συμπεριφορά του με την συμπεριφορά που υπέθετε ότι θα επιδείκνυε ο ήρωάς του σε ανάλογες περιστάσεις. Κάθε φορά, λοιπόν, που κάποια κοπέλα άφηνε το αποτύπωμα της μορφής της σε κάποιο επικίνδυνα ανεξέλεγκτο σημείο του εγκεφάλου του, ο Μάρκο ένιωθε να απειλείται ο ίδιος του ο ανδρισμός και φρόντιζε να καταστρέψει όσο γινόταν γρηγορότερα εκείνη την απειλητική μορφή πράττοντας με όση σκληρότητα του επέτρεπε κάθε φορά η περίσταση και η καλά ακονισμένη φαντασία του. Κατά τα άλλα λίγα πράγματα φαίνονταν να αξίζουν στη ζωή: τα ακριβά αυτοκίνητα, οι μηχανές μεγάλου κυβισμού, τα λεφτά, η δύναμη που πηγάζει απ’ τα λεφτά κι οι καλές γνωριμίες που μπορούν να μεταφραστούν σε δύναμη και λεφτά –ίσως και με την αντίστροφη σειρά.
Όταν λοιπόν έγιναν οι εκλογές εκείνες, που άνοιξαν μια καινούργια σελίδα στην ιστορία της χώρας, ο Μάρκο, αν και ήταν ο μόνος απ’ τους συμμαθητές του που είχε δικαίωμα ψήφου όντας ο μεγαλύτερος όχι μόνο της τάξης αλλά και του σχολείου ολόκληρου, δεν φάνηκε να δείχνει το παραμικρό ενδιαφέρον. Ο Πάολο προσπάθησε να του κάνει κάποια κουβέντα σχετικά με το θέμα –η Σάρα είχε παραιτηθεί προ πολλού από κάθε προσπάθεια επικοινωνίας με το γιο της- αλλά η αντίδραση του ήταν τόσο απότομη και κοφτή που το θέμα έκλεισε πριν καλά καλά ανοίξει. Ούτε ήξερε πραγματικά τι πρέσβευαν οι υποψήφιοι, ούτε τι σήμαινε αυτό για την ζωή της χώρας. Ήταν πεπεισμένος πως η πολιτική ήταν μια μεγάλη βρωμιά, ένα παραμύθι για μεγάλους, που δεν είχε ούτε τόση δα απ’ τη λάμψη του δικού του παραμυθιού και που στο τέλος τέλος δεν τον αφορούσε. Όποιο και να ήταν το αποτέλεσμα των εκλογών η ζωή του δεν επρόκειτο να αλλάξει, ήταν σίγουρος γι’ αυτό και όχι, δεν τον ενδιέφερε καθόλου ποιόν ηλίθιο γραβατωμένο τύπο θα βλέπει συχνότερα στην τηλεόραση να αραδιάζει μπαρούφες με ύφος ηγέτη. Στο κάτω κάτω αυτοί καλά ήταν βολεμένοι όλοι τους, με τις σπιταρόνες, τις αμαξάρες και τα φράγκα να ξεχειλίζουν απ’ τις τσέπες τους. Ποιος άνθρωπος, που να του κόβει λίγο, θα μπορούσε να πιστέψει ότι έστω κι ένας απ’ αυτούς τους τύπους νοιαζόταν πραγματικά για το μέλλον της χώρας ή πολύ περισσότερο για το μέλλον του ίδιου του Μάρκου προσωπικά! Εκείνος λοιπόν γιατί να νοιαστεί; Ο Πάολο ήθελε να του εξηγήσει πως ίσα ίσα αυτή η διαφθορά, που κυριαρχούσε στο πολιτικό προσκήνιο και παρασκήνιο ήταν που έπρεπε να τον ανησυχεί, πως ενάντια σε αυτήν την βρωμιά έπρεπε να παλέψουν όλοι οι νέοι άνθρωποι, πως αυτοί οι γραβατωμένοι τύποι ήταν εκείνοι ακριβώς που σφετερίστηκαν τον αγώνα της δικιάς του γενιάς και βούλιαξαν ξανά τη χώρα στο χάος, πάνω που είχε αρχίσει να διαγράφεται η ελπίδα για ένα μέλλον λιγάκι πιο ανθρώπινο, πως αυτοί οι άνθρωποι είναι που του σακάτεψαν τα πόδια, οι ίδιοι ντυμένο με άλλα ρούχα κι άλλες μάσκες είχαν σκοτώσει το Μάρκο κι είχαν ρίξει τη μάνα του στην απελπισία, ήθελε να του πει και άλλα πολλά για ελευθερία και δικαιοσύνη, για ισότητα και κοινωνική ισορροπία, για αξιοκρατία και πρόοδο, αλλά όσο εκείνος τα κλωθογύριζε στο νου του ψάχνοντας τρόπο να κάνει την αρχή, ο Μάρκο είχε κιόλας βουτήξει όσα λεφτά υπήρχαν στο συρτάρι της κρεβατοκάμαρας κι είχε φύγει βροντώντας πίσω του την πόρτα κατά το συνήθειό του. Η ανερχόμενη δύναμη στο πολιτικό σκηνικό της χώρας ήταν το κόμμα της Εθνικής Προόδου. Απαρτιζόταν από πρώην μέλη του απελευθερωτικού αγώνα και κεντρώες δυνάμεις ασαφούς προέλευσης και ακόμη πιο ακαθόριστου προορισμού. Αλλά αυτή ήταν και η βασική δύναμη του κόμματος που του εξασφάλισε τελικά και τη νίκη στις επόμενες εκλογές: ήταν τόσο «ευέλικτο» που δεν είχε πρόγραμμα. Οι αντίπαλοι το κατηγορούσαν γι’ αυτό, κυρίως οι αριστεροί που εξακολουθούσαν να οραματίζονται μια ελεύθερη προοδευτική κοινωνία με δωρεάν παιδεία, κοινωνική πρόνοια και ισότητα και ξημεροβραδιάζονταν σε συνελεύσεις επί συνελεύσεων για να οργανώσουν το πρόγραμμά τους, αλλά και οι πιο συντηρητικοί που διέβλεπαν σε αυτήν την έλλειψη προγράμματος να ελλοχεύει ο κίνδυνος της αναρχίας. Της αναρχίας…! Σιγά! Το Εθνικό Κόμμα δεν ήταν καθόλου επιρρεπές στην αναρχία και ο Πρόεδρος του είχε σαφώς δηλώσει στην προεκλογική του εμφάνιση στην τηλεόραση ότι «οι ανερχόμενες προοδευτικές δυνάμεις σκόπευαν να πατάξουν την αναρχία, να αποτρέψουν την διάλυση του κράτους και να προωθήσουν τον εκσυγχρονισμό». Ο οργισμένος εκπρόσωπος του κυβερνώντος κόμματος ρώτησε πώς σκόπευαν να τα πραγματοποιήσουν όλα αυτά, ποια είναι τέλος πάντων η προεκλογική διακήρυξη των Εθνικών κι έλαβε την αποστομωτική απάντηση: «η απουσία προγράμματος είναι δύναμη, γιατί εξασφαλίζει την ευελιξία του μελλοντικού κυβερνητικού οργανισμού, που σκοπεύει να αντιμετωπίσει τα προβλήματα κατά μέτωπο, όπως αυτά εμφανίζονται, χωρίς πολιτικολογίες και περιττές φλυαρίες». Πολλοί πείστηκαν. Αρκετοί. Ίσως να βοήθησε σε αυτό κι η εμφάνιση του αρχηγού: νέος, ούτε σαράντα καλά καλά, ωραίος, ψηλός κι ευθυτενής σαν ηθοποιός που ξέρει να γεμίζει τη σκηνή με το παράστημά του, δίχως λόγια, πάντα ντυμένος άψογα με ακριβά κουστούμια μεγάλων σχεδιαστών και την γραβάτα δεμένη λιγάκι χαλαρά, να δίνει ένα τόνο ανεμελιάς στο σύνολο. Του Μάρκο του θύμιζε τον Μίστερ Τζι. Αλλά δεν ήταν αυτός ο λόγος που τον ψήφισε τελικά συμβάλλοντας έτσι στην ανάδειξη της νέας κυβέρνησης. Ήταν που κάθε εμφάνιση του αρχηγού στην τηλεόραση προκαλούσε τη νευρική κατάρρευση της μάνας του κι έστελνε τον πατέρα του στον καναπέ με ένα μπουκάλι ούζο για συντροφιά, ήταν που γούσταρε πολύ ότι κανείς δεν μπορεί να αντικρούσει έναν άνθρωπο «χωρίς πρόγραμμα» και χωρίς «ανοιχτά χαρτιά» , ήταν που, ό,τι έλεγε, έκανε ή υποσχόταν αυτός, ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με εκείνα που άκουγε στις πολιτικές συζητήσεις που γίνονταν στο σπίτι του και δεν του θύμιζαν σε τίποτα μουχλιασμένους ήρωες σε βάθρα γεμάτα γκράφιτι και συνθήματα. Ε, εντάξει, ήταν και που έμοιαζε λιγάκι στον Μίστερ Τζι, αλλά αυτό δεν θα το ομολογούσε με τίποτα και σε κανέναν, ούτε καν στον ίδιο του τον εαυτό.

Δεν υπάρχουν σχόλια: