Παρασκευή 8 Ιουνίου 2012

Επαναστάσεις, Κεφάλαιο 2, μέρος δ΄ - Η Σαβίνα

Η Σαβίνα είχε σπουδάσει ψυχολογία παρά τις αντιδράσεις των γονιών της, που επιθυμούσαν για την κόρη τους ένα επάγγελμα πιο πρακτικό και λιγότερο επικίνδυνο –δασκάλα, ας πούμε, νηπιαγωγός ή κάτι τέτοιο. Φαντάζονταν ότι το να είναι κανείς ψυχολόγος δεν σήμαινε τίποτε άλλο από το να συναναστρέφεται ολημερίς θεοπάλαβους, σχιζοφρενείς κι επικίνδυνους ανθρώπους, που ανά πάσα στιγμή θα μπορούσαν να επιτεθούν στον θεραπευτή τους με τα γαμψά τους νύχια ή με κάποιο όπλο κρυμμένο στις ξεθωριασμένες τσέπες της ριγέ πιτζάμας τους. Όταν λοιπόν άκουσαν την απόφασή της να ειδικευτεί στην παιδοψυχολογία, την δέχτηκαν με έναν αναστεναγμό ανακούφισης. Όπως και να ‘χει, τα παιδιά δεν μπορούν να γίνουν τόσο επικίνδυνα όσο οι μεγάλοι και πολλοί περισσότερο εκείνα τα καημένα που τους τρέχουν τα σάλια απ’ το στόμα και δεν ξεχωρίζουν το δεξιά απ’ τ’ αριστερά. Αηδιαστικό, αλλά ασφαλές. Όταν μάλιστα ανέλαβε τη διακυβέρνηση της χώρας το κόμμα της Εθνικής Προόδου του οποίου μέλος ήταν ο μπαμπάς κι όταν ανακοινώθηκαν οι εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις που αφορούσαν την πρωτοβάθμια εκπαίδευση, οι γονείς καταχάρηκαν: υπήρχε πια και το αναγκαίο «δόντι» και η κατάλληλη θέση εργασίας για τη μοναχοκόρη. Μετά από εισήγηση του μπαμπά η Σαβίνα ήταν από τις πρώτες παιδοψυχολόγους που διορίστηκαν στα καινούργια σχολεία. Το δέχτηκε. Δεν το επιδίωξε, αλλά το δέχτηκε. Κάποιες φορές η απλή αποδοχή αποτελεί πράξη μεγάλης ευθύνης, αλλά αυτό η Σαβίνα δεν το είχε διδαχτεί στη σχολή της. Εκείνη είχε διαλέξει αυτήν τη δουλειά για άλλους λόγους. Από παιδί γοητευόταν από όσα μπορεί κανείς να διαβάσει πίσω απ’ τις λέξεις των ανθρώπων ή πάνω στα βουβά τους πρόσωπα, απ’ όσα ποτέ δεν λέει κανείς κι όμως υπάρχουν πηχτά πηχτά τριγύρω μας στον αέρα και καθορίζουν συμπάθειες, αντιπάθειες, έρωτες και μίση. Ήθελε να βουλιάξει στα βάθη της ανθρώπινης ψυχής, της ανθρώπινης νόησης, να γνωρίσει εκ των έσω αυτόν τον μαγικό μηχανισμό ορμονών και συναισθημάτων και σαν άλλος θεός να ελέγξει την λειτουργία του. Πίστευε στην θεραπευτική δύναμη του λόγου. Πίστευε και στην θεραπευτική δύναμη της αγάπης, γιατί ένιωθε πως όλοι οι κόμποι που ολοένα σφίγγονταν μέσα της και την πονούσαν είχαν δεθεί στα πρώτα χρόνια της ζωής της, μέσα στο ασφυκτικό περιβάλλον μιας καθωσπρέπει μικροαστικής οικογένειας που τα μέλη της δεν είχαν μάθει ποτέ να αγκαλιάζουν το ένα το άλλο. Πίστευε στην θεραπευτική δύναμη της αγκαλιάς και μισούσε τα φάρμακα, όλα εκείνα τα χημικά παρασκευάσματα, που ναρκώνουν το συναίσθημα και υψώνουν τείχος ανάμεσα στον άνθρωπο και στην πραγματικότητά του. Γρήγορα κατάλαβε πως δεν θα μπορούσε να δουλέψει όπως ήθελε με ενήλικες, γιατί οι επόπτες ψυχίατροι υποχρέωναν τους ασθενείς τους στη λήψη φαρμάκων αλλά και γιατί φαινόταν λιγάκι γελοίο κι οπωσδήποτε παρακινδυνευμένο το να σφίξεις στην αγκαλιά σου έναν σαραντάχρονο φρενοβλαβή, που μοναδική του έγνοια έχει πώς να σου χουφτώσει το στήθος. Ήταν όμορφη η Σαβίνα, μικρόσωμη, ντελικάτη, με κάτι απίθανα μακριά μαλλιά πορφυρόχρωμα, που τα άφηνε πάντα ελεύθερα να κυματίζουνε στην πλάτη της κι όταν φυσούσε θαρρείς κι ο άνεμος της φούσκωνε πανιά για να την πάρει στα ταξίδια του. Σαν ξωτικό ήταν κι αυτήν την αίσθηση την έκανε ακόμα πιο έντονη το βλέμμα της, βλέμμα πράσινο, λιμνίσιο, που μέσα του σπίθιζαν μικρούτσικα χρυσαφιά άστρα, βλέμμα αθώας μάγισσας που αγνοεί τη δύναμή της ή ξέρει καλά να κρύβει την επίγνωση αυτής της δύναμης. Τα παιδιά την λάτρευαν, ήταν η καλή τους νεράιδα. Κανένα δεν ήξερε πως απ’ τα χέρια της περνούσε η μοίρα του, γιατί τα παιδιά δεν ξέρουν τι θα πει «μοίρα». Το παράρτημα στο οποίο διορίστηκε ήταν αρμόδιο για το ξεδιάλεγμα των μαθητών κι εκείνη υπεύθυνη για την διεξαγωγή των τεστ νοημοσύνης και την τελική αξιολόγηση των μικρών υποψηφίων. Δούλευε από νωρίς το πρωί ως το μεσημέρι σαν ένα κανονικό σχολείο, υπήρχαν τάξεις και δάσκαλοι, υπήρχαν θρανία και μαθητές, αλλά δεν υπήρχε διδακτέα ύλη. Τα παιδιά φοιτούσαν εκεί για ένα μήνα κατά τη διάρκεια του οποίου υποβάλλονταν σε διάφορες εκπαιδευτικές δοκιμασίες που στόχευαν στο να αναλύσουν και να αξιολογήσουν τις διάφορες παραμέτρους της νοημοσύνης τους: έπαιζαν ομαδικά κι ατομικά παιχνίδια, ζωγράφιζαν, μουτζούρωναν, έφτιαχναν κατασκευές με κύβους, αποστήθιζαν ποιήματα, συμπλήρωναν παραμύθια κι αθώα καθώς ήταν το διασκέδαζαν με την ψυχή τους. Η Σαβίνα σχεδίαζε τα τεστ, ενημέρωνε τους εκπαιδευτικούς, ήλεγχε τα αποτελέσματα και καταχωρούσε στα αρχεία τη βαθμολογία του κάθε παιδιού. Υπήρχαν τρία μητρώα, ένα για τους ευφυείς, ένα για τους μέσους κι ένα για τα παιδιά με νοημοσύνη κάτω του μετρίου, τα οποία αποστέλλονταν στο τέλος κάθε μήνα στο αντίστοιχο Δημοτικό σχολείο, όπου και θα εγγράφονταν τελικά οι μικροί μαθητές, για να αρχίσει εκεί πια η πραγματική τους εκπαίδευση. Στα καθήκοντα της Σαβίνας συμπεριλαμβανόταν και η ενημέρωση των γονέων στο τέλος κάθε «εξεταστικής περιόδου», που προσέρχονταν ένας ένας στο γραφείο της κι εκείνη τους αντιμετώπιζε θωρακισμένη πίσω από βαριά ξύλινα έπιπλα και το ανάλογο επιστημονικό ύφος. Τις όποιες δυσαρέσκειες, τα άτοπα συναισθηματικά ξεσπάσματα, τις θριαμβολογίες των ευτυχισμένων μαμάδων, τους απρόοπτους συζυγικούς καβγάδες –«εσύ φταις που δεν τα καταφέρνει το παιδί»- όλα τα επεξεργαζόταν θεωρητικά, τα ερμήνευε, τα κατέτασσε και τα προσπερνούσε. Ύστερα έκλεινε τα αρχεία του μήνα, άνοιγε ένα καινούργιο ντοσιέ με χοντρά φύλλα και άρχιζε να αντιγράφει απ’ τους επίσημους καταλόγους τα καινούργια ονόματα, που αντιπροσώπευαν καινούργια παιδιά και καινούργιους γονείς. Ύστερα από ένα εξάμηνο όλα αυτά συνέβαιναν σχεδόν αυτόματα, χωρίς την παραμικρή συναισθηματική συμμετοχή εκ μέρους της, χωρίς την παραμικρή αμφιβολία ότι επιτελεί το καθήκον για το οποίο είχε προετοιμαστεί με τις σπουδές της και χωρίς κανέναν ενδοιασμό όσον αφορά τη «λειτουργική σκοπιμότητα» του ξεδιαλέγματος.

Παρασκευή 1 Ιουνίου 2012

Επαναστάσεις, Κεφάλαιο 2, μέρος γ΄


Η ανάληψη της εξουσίας από τη νέα κυβέρνηση συνέπεσε με δυο γεγονότα μεγάλης σημασίας για τη ζωή του Μάρκο: κατάφερε επιτέλους να τελειώσει το σχολείο και μια εβδομάδα μετά την αποφοίτησή του, την ημέρα ακριβώς που ορκίζονταν οι νέοι Υπουργοί, ο Πάολο μπήκε στο νοσοκομείο, για να μην βγει ποτέ ξανά. Πέθανε τρεις μήνες αργότερα, στο τέλος του καλοκαιριού, αφού πρώτα συρρικνώθηκε τόσο, που μόλις και μετά βίας τον ανακάλυπτες κάτω απ’ τα σεντόνια κι η Σάρα μπορούσε μόνη της να τον σηκώνει στην αγκαλιά, για να τον πηγαίνει στο μπάνιο, έχοντας τη φριχτή αίσθηση πως ο δεύτερος άντρας της ζωής της επιστρέφει στην εμβρυϊκή του φάση και πως τελικά ο θάνατος είναι απίστευτα, τραγικά ελαφρύς. Οι γιατροί διέγνωσαν λευχαιμία, η γυναίκα του διέγνωσε απόλυτη, βαθιά απελπισία, που δεν μπορούσε παρά να την συσχετίσει με τις πολιτικές εξελίξεις και τα χαμένα οράματα εκείνου του σιωπηλού ονειροπόλου άντρα με τα σακατεμένα πόδια του έρωτά της. Ο Μάρκο δεν ήθελε να πηγαίνει στο νοσοκομείο. Ήταν το πρώτο καλοκαίρι της ελευθερίας του και δεν μπορούσε να συγχωρήσει τον πατέρα του, που διάλεξε ακριβώς αυτήν την εποχή για να πεθάνει, την ώρα που ένας άνεμος ανανέωσης σάρωνε τη χώρα και φούσκωνε τα πανιά του γιου του. Η πράσινη μυρωδιά του νοσοκομειακού θαλάμου τον τρέλαινε, τα κόκκινα μάτια της μάνας του τον αρρώσταιναν, τα μυξοκλάματα των αδερφών του του σπάγανε τα νεύρα. Στο κάτω κάτω οι πατεράδες πεθαίνουν πριν απ’ τα παιδιά -έτσι είναι η ζωή- κι η μάνα του δεν είχε φόβο να μείνει μονάχη, άλλωστε την είχε ικανή να αντικαταστήσει στα γρήγορα και τον Πάολο με κάποιον άλλο υποψήφιο σύζυγο, όπως ακριβώς είχε κάνει και με τον ήρωα Μάρκο, ίσως με κάποιον στοργικό νοσοκόμο ή με κάποιον γιατρό φουσκωμένο από γνώσεις και υπευθυνότητα. Αλλά κι ο Πάολο δεν ήθελε να βλέπει το γιο του. Γινόταν χειρότερα, ξύπναγαν μέσα του φαντάσματα και ενοχές –«Τι δεν κάναμε καλά, Σάρα; Πού κάναμε λάθος;»- και δεν ήταν λίγες οι φορές που μετά από κάποια σύντομη επίσκεψη του γιου τους, η Σάρα έβρισκε τον άντρα της να κλαίει με το πρόσωπο χωμένο στα μαξιλάρια, πράγμα που τον έκανε να μοιάζει ακόμα περισσότερο με ετοιμοθάνατο παιδί. Ο Πάολο πέθανε μια Τετάρτη μεσημέρι ήσυχα κι αδιαμαρτύρητα, θαρρείς κι ο θάνατος ήταν το μόνο που μπορούσε πια να περιμένει και να ελπίζει. Οι νεκροθάφτες παραξενεύτηκαν με το πανάλαφρο φέρετρο και θάρρεψαν πως είχαν κάνει λάθος κι αυτός που οδηγούσαν στην τελευταία του κατοικία δεν ήταν ο άντρας εκείνης της μαυροφορεμένης, αλλά το παιδί κάποιας άλλης, που μπορεί την ίδια ώρα να συνόδευε κλαίγοντας τη σωρό ενός πενηντάρη οικογενειάρχη, που θα τον κουβαλούσαν κάποιοι άλλοι έκπληκτοι συνάδελφοί τους. Ακούμπησαν το φέρετρο πλάι στον ανοιχτό τάφο και κοιτάζονταν αμήχανοι. Κάποιοι απ’ τους συγγενείς είδαν την αμηχανία και άρχισαν να κοιτάζονται κι αυτοί μεταξύ τους. Ύστερα ο μεσαίος γιος είδε εκείνους που κοιτάζονταν και σκούντηξε ελαφρά με τον αγκώνα την αδερφή του που πίσω απ’ τα μαύρα της γυαλιά και τα δάκρια κοίταξε να δει ποιος κοιτάει ποιον και γιατί. Η αμηχανία απλώθηκε απ’ τον έναν στον άλλο και την ώρα που το φέρετρο κατέβαινε στο μνήμα γλιστρώντας πάνω στα σκοινιά, σχεδόν κανείς δεν είχε το νου του στον εκλιπόντα, παρά όλοι κοίταζαν ποιος κοιτάζει που και γιατί ψάχνοντας νόημα σε εκείνον το δαίδαλο των κενών βλεμμάτων που ‘χαν προκαλέσει άθελά τους οι νεκροθάφτες. Ίσως γι’ αυτό ο Μάρκο πάντα στο μέλλον θα θυμόταν την κηδεία του πατέρα του με ένα μούδιασμα, δίχως λύπη, σαν κι αυτό που νιώθεις, όταν προσπαθείς να θυμηθείς αν έχεις ξεχάσει κάτι που έπρεπε να κάνεις ή με εκείνη την αντιπαθητική αίσθηση πως κάτι δεν κάνεις σωστά αλλά δεν μπορείς να βρεις το τι, ενώ το ξέρουν όλοι οι άλλοι.
Η νέα κυβέρνηση πραγματοποίησε όλες τις υποσχέσεις της λειτουργώντας ακαριαία και δίχως πρόγραμμα, αντιμετωπίζοντας τα προβλήματα με λύσεις ριζικές και αναμφίβολα πρωτοποριακές: ιδιωτικοποίησε τις προβληματικές επιχειρήσεις και μοίρασε κουπόνια τροφίμων στις χιλιάδες απολυμένων εργατών, ιδιωτικοποίησε και τις υπόλοιπες κρατικές επιχειρήσεις και ξαναμοίρασε κουπόνια, κατέβασε τις ειδικές δυνάμεις και αντιμετώπισε δυναμικά τις επίσης δυναμικές κινητοποιήσεις, επέβαλε μεγάλα χρηματικά πρόστιμα σε όσους συμμετείχαν στις κινητοποιήσεις αυτές, για παρεμπόδιση της κυκλοφορίας και παρακώλυση εργασίας «όλων εκείνων των ευσυνείδητων πολιτών που πασχίζουν καθημερινά να φτάσουν εγκαίρως στη δουλειά τους διασχίζοντας το κυκλοφοριακό χάος της πόλης», κατάργησε τη δωρεάν διανομή βιβλίων στα δημόσια σχολεία και στα Πανεπιστήμια διότι «προκειμένου να βελτιωθεί η ποιότητα της παιδείας ο κάθε πολίτης οφείλει και μπορεί να κάνει μια μικρή οικονομική θυσία και να μην αρκείται πλέον στο άλλοθι της δημόσιας εκπαίδευσης που τόσο λίγα μπορεί να παράσχει στα νέα παιδιά, στους μελλοντικούς επιστήμονες και πολίτες αυτής της χώρας, αφού, ως γνωστόν, ο δημόσιος οργανισμός εκπαιδευτικού βιβλίου μπόρεσε μέχρι τούδε να παράσχει μέτριας ποιότητας συγγράμματα που αδυνατούν να καλύψουν τις ανάγκες του μέλλοντος», φρόντισε να μείνουν έξω απ’ τις κλειστές πόρτες των Πανεπιστημίων όλοι εκείνοι οι ταραξίες φοιτητές, που απείχαν των μαθημάτων τους εις ένδειξη διαμαρτυρίας «την ίδια ώρα που τόσοι και τόσοι άλλοι νέοι αγωνιούν να διαβούν το κατώφλι του Ναού αυτού της μόρφωσης και να εξασφαλίσουν τα εφόδια για μια επιτυχή επαγγελματική αποκατάσταση, την ώρα που τόσοι συνάδελφοι αυτών των οκνηρών σκύβουν με κόπο και δίψα για γνώση πάνω από τα φοιτητικά έδρανα μελετώντας συγγράμματα νέα, μοντέρνα, προσαρμοσμένα στις ανάγκες των καιρών που δεν έχουν τίποτα να ζηλέψουν από τα συγγράμματα των ξένων Πανεπιστημίων», απαγόρευσε την διέλευση των ιδιωτικών αυτοκινήτων από το κέντρο της πόλης αυξάνοντας συγχρόνως κατά το διπλάσιο την τιμή του εισιτηρίου στα μέσα μαζικής μεταφοράς και το κόμιστρο των ταξί, αύξησε τις ώρες εργασίας από σαράντα σε πενήντα διατηρώντας το πενθήμερο, διότι «όποιος επιθυμεί αύξηση μισθού θα πρέπει πρώτα να αναλογιστεί τι προσφέρει σε αυτό το κράτος κι έπειτα να διεκδικήσει από το κράτος» κι επειδή τα γκάλοπ έδειξαν ότι οι επόμενες εκλογές ήταν από χέρι χαμένες, φρόντισε να μην υπάρξουν «επόμενες εκλογές» για πολλά πολλά χρόνια τροποποιώντας αναλόγως το Σύνταγμα και μαζί τις διατάξεις για την τροποποίηση του Συντάγματος, διότι «εμείς δεν είμαστε δικτάτορες, είμαστε προασπιστές της δημοκρατίας, αλλά η δημοκρατία μας πολύ απέχει από την οχλοκρατία και οι μεταρρυθμίσεις απαιτούν πολιτική σταθερότητα για να αποδώσουν καρπούς». Όλες οι γειτονιές αστυνομεύονταν από ευγενικά όργανα της «νέας τάξης» και σύντομα απαγορεύτηκαν όλες εκείνες οι συγκεντρώσεις, που θα μπορούσαν «να αποτελέσουν εστία κινδύνου για τη δημόσια ασφάλεια και την ομαλή κοινωνική λειτουργία».
Φυσικά όλα αυτά χρειάστηκαν το χρόνο τους για να πραγματοποιηθούν κι όταν επιτέλους πραγματοποιήθηκαν δεν αποτέλεσαν παρά τη βάση για νέες περισσότερο εκσυγχρονιστικές μεταρρυθμίσεις. Ο νέος Πρόεδρος ήξερε πως η επανεκπαίδευση του λαού απαιτούσε χρόνο και υπομονή καθώς επίσης κατανοούσε την ανάγκη να ξεκινά αυτή η εκπαίδευση από την πρώτη παιδική ηλικία και να συνεχίζεται στα ευαίσθητα χρόνια της εφηβείας και της νεότητας, τότε που ολοκληρώνεται η «μόρφωση -με την ευρύτερη έννοια- του Νέου Πολίτη». Για να επιτευχθεί ο στόχος κρίθηκε αναγκαίο τα παιδιά που εγγράφονται στους παιδικούς σταθμούς να χωρίζονται σε ομάδες βάσει του δείκτη ευφυΐας τους και να συνεχίζουν την εκπαίδευση τους αναλόγως των δυνατοτήτων τους σε ειδικά παιδαγωγικά διαμορφωμένες βαθμίδες του λεγόμενου «δημοτικού σχολείου». Διαμορφώθηκαν έτσι τρία δημοτικά σχολεία, που μόνο το όνομα είχαν κοινό, ένα για τους έχοντες δείκτη ευφυΐας άνω του μετρίου –με ειδική πρόβλεψη για τους ιδιαιτέρως ευφυείς- ένα για τους μέτριους και οριακούς κι ένα για τους «ιδιώτες» ή γενικώς για τους «ανεπίδεκτους» στο οποίο διδάσκονταν κατά βάση κάποιες τεχνικές δεξιότητες και στοιχειώδεις γνώσεις γραφής, ανάγνωσης και χειρισμού ηλεκτρονικών υπολογιστών. Τα παιδιά της Τρίτης Βαθμίδας προορίζονταν για την επάνδρωση των εργοστασίων και των γεωργοκτηνοτροφικών μονάδων της χώρας. Επειδή όμως για την πρόσληψή τους απαιτούνταν προϋπηρεσία τέτοια που να αποδεικνύει ότι δεν ήταν εντελώς στούρνοι κι αδέξιοι το κράτος φρόντισε να οργανώσει ομάδες εθελοντικής εργασίας στις οποίες τα συγκεκριμένα άτομα «είχαν την ευκαιρία να επιδείξουν τις ικανότητες και την προθυμία τους επενδύοντας στο μέλλον». Εν τω μεταξύ κάποιοι άλλοι ενδιαφέρονταν να επενδύσουν στο παρόν κι έτσι καθιερώθηκε η σύσταση και επενοικίαση Ομάδων Εθελοντών σε εργοστάσια, βιομηχανίες και αγροκτήματα από ιδιώτες. Αρκούσε να έχει κανείς την κατάλληλη διασύνδεση σε κάποιο δημόσιο σχολείο Γ΄ κατηγορίας για να του δοθεί η άδεια με μεσολάβηση του Διευθυντή και η αναγκαία κρατική έγκριση για τη σύσταση και κατά βούληση διάθεση μιας ή και περισσοτέρων Ομάδων Εθελοντικής Εργασίας, αναλόγως του εύρους της διασύνδεσης και του επιχειρηματικού πνεύματος του ιδιώτη. Ο πατέρας ενός παλιού συμμαθητή του Μάρκου, από αυτούς που τον είχαν προλάβει και ξεπεράσει στις τελευταίες τάξεις του σχολείου, διορίστηκε διευθυντής σε ένα τέτοιο σχολείο Γ΄, ο Μάρκος ενημερώθηκε εγκαίρως από κάποιον κοινό γνωστό, που τον βρήκε σε μια συνοικιακή καφετέρια να πίνει φραπέ με τα πόδια ακουμπισμένα στην αντικρινή καρέκλα κι έτσι αποκαλύφθηκε η πραγματική φύση του γιου του Πάολο και της Σάρα: διέθετε όλα τα προσόντα για να αναδειχτεί σε έναν μάγο των Ομάδων Εργασίας, ήταν σκληρός στις διαπραγματεύσεις, άτεγκτος με τα παιδιά της Ομάδας, ικανός να πετυχαίνει την υψηλότερη αμοιβή για τον ίδιο και τις χειρότερες συνθήκες εργασίας για τους «Εθελοντές», ιδιαιτέρως επιδέξιος στο να καλύπτει τις περιπτώσεις των εργατικών ατυχημάτων, τα οποία έτσι κι αλλιώς τις περισσότερες φορές οφείλονταν στην αθεράπευτη βλακεία των Εθελοντών. Η συμμετοχή στην Ομάδα ήταν υποχρεωτική για ένα χρόνο κι έπειτα οι «απόφοιτοι» απορροφούνταν από τα εργοστάσια ως μόνιμοι εργάτες, όμως ο Μάρκο κατάφερνε να διατηρεί πάντα σταθερό τον αριθμό των Μελών της δικής του ομάδας, αρπάζοντας πάντα απ’ τα χέρια των άλλων επενοικιαστών τους καλύτερους: τους πιο χαζούς, χεροδύναμους και υπάκουους μαθητές. Δεν ξέρουμε γιατί ο πατέρας του παλιού συμμαθητή έδωσε αυτήν την ευκαιρία σε έναν παλιό του μαθητή που είχε υποχρεωθεί κάμποσες φορές να αφήσει στην ίδια τάξη. Ίσως ίσως ακριβώς γι’ αυτό, ένιωσε να ξυπνάει μέσα του ένα πατρικό ενδιαφέρον γι’ αυτόν τον νέο με τα μακριά μαλλιά και τα θλιμμένα μάτια, που, όπως όλα τα παιδιά του κόσμου, άξιζε μια ευκαιρία σ’ αυτήν τη ζωή -τι κι αν δεν έπαιρνε από γράμματα;- κι ίσως θα ήταν ο ιδανικός υπεύθυνος γι’ αυτά τα παιδιά που επίσης δεν έπαιρναν από γράμματα και πολλές φορές ούτε από λόγια.