Σάββατο 19 Μαΐου 2012

Επαναστάσεις, Κεφάλαιο 1ο, μέρος στ'

Ο Ταγματάρχης προβιβάστηκε σε Στρατηγό, υπερπηδώντας εν μια νυκτί τις ενδιάμεσες βαθμίδες και κάνοντας επιτέλους πραγματικότητα το όνειρο της Μητερούλας, που είχε πεθάνει με αυτόν τον καημό. Η γρήγορη προαγωγή του δε δυσαρέστησε κανέναν από τους συνεργάτες του, ενώ, απ’ ό,τι του μετέφεραν, ενθουσίασε το λαό που ένιωθε πλέον ότι διοικείται από έναν άντρα που κρατούσε με μπράτσα ατσαλένια τα ηνία της χώρας. Έτσι του είπαν. Κι εκείνος το πίστεψε. Τόσο πολύ το πίστεψε, που έκρινε σκόπιμο να εμφανίζεται δημόσια ευκαιρίας δοθείσης, για να απολαμβάνει τις αυθόρμητες εκδηλώσεις του πλήθους. Αυτή η νέα του μανία έβαλε σε μεγάλους μπελάδες τους υπεύθυνους για την ασφάλειά του, καθώς στους ώμους τους έπεφτε πολλαπλό φορτίο: να μαντεύουν τις προθέσεις του όσον αφορά την επόμενη δημόσια εμφάνιση, να οργανώνουν τις «αυθόρμητες εκδηλώσεις λατρείας» του κόσμου και συγχρόνως να φροντίζουν για την ασφάλεια του ηγέτη κατά τρόπο διακριτικό που να μην επισύρει τη μήνη του, πράγμα που ήταν και το δυσκολότερο απ’ όλα. Εκείνος ήταν σχεδόν ευτυχής. Όσο κι αν τον απασχολούσαν τα προβλήματα που προέκυπταν εξ αιτίας της δράσης των αναρχοκομμουνιστών –που όσο κι αν τους κυνηγούσαν, τους βασάνιζαν, τους φυλάκιζαν, τους σκότωναν, επέμεναν να μη σκύβουν το κεφάλι κάτω απ’ την προστατευτική φτερούγα του Ηγέτη- τώρα πια κοιμόταν τα βράδια ήσυχος, ικανοποιημένος, χορτάτος από δύναμη και εξουσία, αφού πρώτα γονάτιζε ευλαβικά μπροστά στο εικονοστάσι που ’χε στηθεί σε μια γωνιά της κάμαράς του. Ευχαριστούσε τον Κύριο για την αρωγή και τη στήριξη που του παρείχε σ’ αυτό τον δίκαιο αγώνα και δεν είχε τίποτα άλλο πια να επιθυμήσει εκτός απ’ την τελική πάταξη του Κακού. Μονάχα αυτό και… κάτι ακόμα. Κάτι προσωπικό και ως εκ τούτου δευτερεύον, αλλά μήπως δεν είχε κρατική σημασία ό,τι απασχολούσε τον ίδιο τον Ηγέτη;
Όταν ήταν ακόμη νέος και ύστερα από την επίμονη παρότρυνση της Μητέρας, είχε παντρευτεί τη μοναχοκόρη ενός στρατιωτικού με κάμποσα παράσημα και μεγάλη περιουσία, την πρώην κυρία Ταγματάρχου και νυν Στρατηγού. Ήταν μια γυναίκα κίτρινη σαν το κερί και κρύα σαν το χιόνι, με καλή προίκα και στεγνά στήθια, με μπικουτί και κρέμες νυκτός, με αυστηρά ταγέρ και χνουδωτές ρόμπες και με κάτι παντόφλες ροζ ή σιελ, πάντα με γουνάκι στο κουντεπιέ, που έκαναν έναν απίστευτα εκνευριστικό θόρυβο έτσι όπως τις έσερνε στα πατώματα. Αυτός ο θόρυβος είχε στοιχειώσει τη ζωή του. Από τότε που είχαν μετακομίσει στην καινούργια τους κατοικία, δε χρειαζόταν πια να κοιμάται μαζί της, καθώς η πρώην προεδρική κρεβατοκάμαρα ήταν σοφά χωρισμένη σε δύο αυτόνομα διαμερίσματα. Είχε γλιτώσει απ’ την ξινή της ανάσα, απ’ την ψυχρή της παρουσία, απ’ τα γουργουρητά των εντέρων της, απ’ τις γκρίνιες, τα παράπονα και τις φραστικές επιθέσεις που έκαναν τον ανδρισμό του να συρρικνώνεται σαν μικρούτσικο μαραγκιασμένο σύκο. Απ’ τον ήχο της παντόφλας, όμως, ήταν αδύνατο να λυτρωθεί. Η κυρία Στρατηγού θαρρείς και το ’κανε επίτηδες κι από τότε που εγκατέλειψε - παρά τη θέλησή της είναι αλήθεια- τη συζυγική κλίνη, έσερνε τα πασούμια της στους διαδρόμους έξω απ’ την πόρτα της κάμαρας του συζύγου της, ακόμα πιο δυνατά, ακόμα πιο εκνευριστικά –αν είναι δυνατόν!- με έναν αέρα αλλιώτικο, έναν αέρα εκδικητής διάθεσης και χαιρεκακίας, που τρυπάνιζε τα νεύρα του μεγάλου ανδρός σε τέτοιο βαθμό που του ερχόταν να ουρλιάξει ή ακόμα ακόμα να ξεσπάσει σε κλάματα. Έπρεπε να απαλλαγεί. Να γλιτώσει απ’ αυτήν τη μέγαιρα κι απ’ τα ανεκδιήγητα πασούμια της με το λεπτούτσικο τακουνάκι και τις φούντες. Φυσικά μπορούσε να πάρει διαζύγιο. Τόσοι και τόσοι άνδρες χώριζαν καθημερινά κι ελευθερώνονταν, για να ξαναφτιάξουν τη ζωή τους στο πλάι κάποιας αιθέριας παρουσίας με σφιχτούς γλουτούς και τρυφερή καρδιά. Η αιθέρια παρουσία είχε βρεθεί και για τον ίδιο και δεν ήταν άλλη από την νικήτρια του τελευταίου διαγωνισμού ομορφιάς, μια ξανθιά καλλονή αμέμπτου ηθικής και τέλειων αναλογιών. Ο Στρατηγός είχε ξετρελαθεί μαζί της από εκείνο κιόλας το πρώτο βράδυ, που τα νέα του ενδιαφέροντα του επέβαλλαν να παρευρεθεί τόσο στην απονομή των τίτλων όσο και στη μεγάλη δεξίωση που είχε ακολουθήσει. Την ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα, την προσέγγισε αμήχανα –ποιος; αυτός που ήξερε να δαμάζει τα πλήθη με μια του κίνηση, με ένα μονάχα βλέμμα- κι έλαβε το μήνυμα τάχιστα: η όμορφη Ρόζα ένιωθε ιδιαιτέρως κολακευμένη από το ενδιαφέρον του και θεωρούσε τα αισθήματά του γι’ αυτήν μεγάλη της τιμή. Αλλά να γίνει παλλακίδα του… δεν το δεχόταν επ’ ουδενί. Δεν το επέτρεπε η ηθική και χριστιανική της παιδεία κι εκτός των άλλων δεν το επέτρεπε ο μπαμπάς! Αν ο κ.Στρατηγός ήταν αδέσμευτος, τότε… Φυσικά και θα δεχόταν τις προτάσεις του. Υπό τις παρούσες συνθήκες όμως… Επ’ ουδενί! Φυσικά και του πέρασε απ’ το νου να την εξαναγκάσει, να τη συντρίψει, να την καθυποτάξει, να την κάνει δική του διά της βίας. Αλλά εκείνο το πετάρισμα στο στήθος του κάθε φορά που την αντίκριζε ή και που άκουγε το όνομά της μονάχα, τον έκανε ευάλωτο και δυστυχισμένο. Στο κάτω κάτω ήταν μια ηθική κοπέλα, ένα άνθος αγνότητας αντάξιο του έρωτά του και όφειλε να της φερθεί με σεβασμό.
Ναι, σκέφτηκε το διαζύγιο, αυτόν τον πανάρχαιο λυτρωτικό θεσμό, όπως θα το σκεφτόταν κάθε άντρας στη θέση του. Μα αυτός δεν ήταν ο οποιοσδήποτε άντρας κι εκεί ακριβώς προέκυπτε το ηθικής τάξεως πρόβλημα. Ο Ηγέτης –ως γνωστόν- διακρινόταν από βαθιά θρησκευτική πίστη, τιμούσε τα ιερά και τα όσια κι έπρεπε να τιμήσει ακόμα κι εκείνο το –όχι και τόσο σοφό ομολογουμένως- «ους ο θεός συνέζευξε, άνθρωπος μη χωριζέτω». Τα μάτια του λαού ήταν στραμμένα επάνω του, τα ένιωθε να τον παρακολουθούν με αγάπη, με δέος και σεβασμό, αυτός ήταν το ηθικό και θρησκευτικό παράδειγμα, το πρότυπο αγωγής και συμπεριφοράς βάσει του οποίου θα αναπλάθονταν οι πτωχοί τω πνεύματι. Τι παράδειγμα θα έδινε, αν κινούσε διαδικασία διαζυγίου κι ύστερα παντρευόταν την όμορφη Ρόζα, τη μάγισσα της καρδιάς του; Πώς να εξηγήσει στα πλήθη ότι αυτό που επιτρεπόταν στον ίδιο λόγω της θέσης και του μεγαλείου του, δεν επιτρεπόταν για τον απλό πολίτη που όφειλε να υπακούει στις θρησκευτικές επιταγές; Μήπως δεν ήταν αυτός ο ίδιος άντρας που τόσο απερίσκεπτα και –γιατί να μην το παραδεχτεί;- επιπόλαια είχε απαγορεύσει τον τρίτο γάμο και είχε παροτρύνει τις εκκλησιαστικές αρχές να μην συναινούν στα διαζύγια παρά μόνο αν έτρεχαν ιδιαιτέρως σημαντικοί λόγοι; Ποιον σημαντικό λόγο θα επικαλούνταν τώρα ο ίδιος, δίχως να φανεί άνθρωπος παράφορος κι ασυνεπής, λάγνος και υποταγμένος στις απολαύσεις του σώματος; Τη σωτήρια έμπνευση είχε ένας πιστός του συνεργάτης, αυτός που είχε προαχθεί στη θέση του Ταγματάρχου μετά τις τελευταίες κρίσεις του στρατεύματος, θέση ιδιαιτέρως σημαντική όχι τόσο για λόγους τυπικούς, όσο χάριν στο συμβολικό περιεχόμενο που είχε αποκτήσει μετά την Επανάσταση. Ο άνθρωπος αυτός, τιμώντας το αξίωμα και τον αρχηγό του, αφού άκουσε προσεκτικά τα λεγόμενα του Στρατηγού εκείνο το βράδυ που η θλίψη τον είχε σπρώξει να πιει λιγάκι παραπάνω και να ανοίξει την καρδιά του στον παλιό του φίλο –ανάγκη κοινή σε όλους τους ερωτευμένους και απελπισμένους ανθρώπους, ακόμα και στους Ηγέτες- αφού λοιπόν τον άκουσε με θρησκευτική ευλάβεια κι αμέριστη προσοχή καθισμένος αντίκρυ του στην μεγάλη τραπεζαρία και εν απουσία των υπηρετών, έδωσε την ιδέα που θα του άλλαζε τη ζωή. «Μα, Στρατηγέ μου», είπε ο σοφός εκείνος άνθρωπος ύστερα από λίγη σκέψη, «η ρήσις είναι σαφής καθώς και η εξ αυτής προκύπτουσα επιταγή: “άνθρωπος μη χωριζέτω”. Και φυσικά ως προσταγή της Αγίας ημών Εκκλησίας οφείλει να γίνει δεκτή με απόλυτο σεβασμό. Το πεπρωμένον όμως, ημών των θνητών, εναπόκειται στις αγκάλες του Κυρίου ημών και είναι βέβαιο –όπως σας βλέπω και με βλέπετε, Στρατηγέ μου- ότι Εκείνος επ’ ουδενί δε θα επιθυμούσε το ψυχικό μαρτύριο ενός τόσο αγαπημένου Του τέκνου. Εκείνο που δεν επιτρέπεται να πράξει ο άνθρωπος, συχνά το επιτελεί ο Κύριος χρησιμοποιώντας φυσικά ή… άλλα μέσα. Και, ως γνωστόν, Στρατηγέ μου, το πεπρωμένο φυγείν αδύνατον». Πράγματι, λίγο καιρό αργότερα κατά τρόπο σχεδόν μεταφυσικό, οι προσευχές του Στρατηγού εισακούστηκαν κι ένα μικρό Ι.Χ. χρώματος λευκού, με φιμέ τζάμια και δίχως πινακίδες, ανέβηκε στο πεζοδρόμιο και παρέσυρε την κυρία Στρατηγού, την ώρα που εκείνη έβγαινε καμαρωτή απ’ το κομμωτήριο και κατευθυνόταν προς τη λιμουζίνα, που την περίμενε σταθμευμένη λίγα μέτρα πιο κάτω. Μαζί με την καινούργια της κόμμωση καταστράφηκαν και κάμποσα ζωτικά όργανα. Στο νοσοκομείο, όπου μετεφέρθη εσπευσμένα, διαπιστώθηκε ότι ο θάνατός της προήλθε από ρήξη σπλάχνων και διάτρηση του αριστερού πνεύμονα, ένας θάνατος φρικτός, πλην όμως σχεδόν ακαριαίος. Ο οδηγός του μοιραίου Ι.Χ. κατόρθωσε να διαφύγει, όμως ο Στρατηγός, παρά το βαρύ του πένθος, διέταξε να αρχίσουν αμέσως οι απαιτούμενες εξονυχιστικές έρευνες για τον εντοπισμό των δραστών και την άμεση προσαγωγή τους στη δικαιοσύνη. Όλοι συγκινήθηκαν και εντυπωσιάστηκαν από το ψυχικό σθένος του ανδρός που έδωσε τη σαφή διαταγή –αν και πραγματικά συντετριμμένος από το μοιραίο συμβάν- να μη διστάσει κανείς να τον ενημερώσει προσωπικά για οποιαδήποτε εξέλιξη των ερευνών καθώς ήθελε να γνωρίζει άμεσα το τι συνέβαινε κι ήταν έτοιμος να παράσχει στους άντρες του στρατού και της αστυνομίας οποιαδήποτε βοήθεια κρινόταν αναγκαίο να παρασχεθεί. Υπεύθυνοι για τη δολοφονία φυσικά θεωρήθηκαν οι αναρχοκομμουνιστές, αυτά τα καθάρματα που παρ’ όλα τα κατασταλτικά μέτρα δρούσαν ακόμη στην ευρύτερη περιοχή της πρωτευούσης και πίστευαν –οι αφελείς!- πως με τέτοια άθλια μέσα θα κατόρθωναν να κάμψουν το φρόνημα του Ηγέτη. Μια εβδομάδα αργότερα κι ενώ η κυρία Στρατηγού είχε ήδη οδηγηθεί στην τελευταία της κατοικία με τις αρμόζουσες τιμές, οι δυνάμεις ασφαλείας κατάφεραν να εντοπίσουν το μοιραίο Ι.Χ. σε ένα μακρινό προάστιο. Όλοι οι κάτοικοι της γειτονιάς πέρασαν από τα γραφεία της ασφάλειας, ανακρίθηκαν, ξυλοκοπήθηκαν αλλά στάθηκε αδύνατο να τους αποσπάσουν οποιαδήποτε πληροφορία που θα οδηγούσε στην σύλληψη των δραστών. Όλοι ισχυρίζονταν πως δεν είχαν ξαναδεί ποτέ το συγκεκριμένο αυτοκίνητο, πως οι δράστες το είχαν εγκαταλείψει στη γειτονιά τους νύχτα και πως, όχι, δεν είχε πάρει το μάτι τους κανέναν ύποπτο εκείνες τις μέρες στους δρόμους της συνοικίας. Πολλοί ορκίστηκαν πως έπιναν νερό στο όνομα της κ. Στρατηγού κι όλοι επίσης έπαιρναν όρκο ανάμεσα σε φωνές και κλάματα πως δεν είχαν καμία σχέση με τους αντάρτες –«Συγγνώμη, κύριε ανακριτά μου, με τους ληστοσυμμορίτας ήθελα να πω». Παρ’ όλα αυτά ένας μεσόκοπος έμπορος θεωρήθηκε ιδιαιτέρως ύποπτος, όταν διαπιστώθηκε πως το κατάστημα λευκών ειδών που διατηρούσε βρισκόταν δίπλα ακριβώς από το κομμωτήριο στο οποίο εδώ και χρόνια πήγαινε η κ. Στρατηγού. Ήταν ένας άνθρωπος παχουλός και μαραμένος, με χρυσό δαχτυλίδι και γαστρεντερικές διαταραχές, ένας χρηστός ως τότε πολίτης, άξιος οικογενειάρχης και ένθερμος υποστηρικτής του καθεστώτος. Επισταμένη έρευνα όμως αποκάλυψε ότι παλαιότερα εργάζονταν στο κατάστημά του κάποια μέλη του κόμματος της αντιπολίτευσης, δυο εκ των οποίων είχαν συλληφθεί και εκτοπιστεί προ πολλού. Ύποπτο θεωρήθηκε επίσης το γεγονός ότι βάσει των λογιστικών του αρχείων, οι εν λόγω συμμορίτες είχαν απολυθεί κατά την πρώτη εβδομάδα μετά την εδραίωση της Επαναστάσεως. «Και γιατί όχι πιο πριν, κύριε; Γιατί χρειαζόταν να περιμένει κανείς να σημάνουν τα σήμαντρα δια να πάγει εις την εκκλησίαν; Οι χρηστοί πολίται καθαρίζουν τα φωλέας των από τους όφεις αφ’ ης στιγμής αντιλαμβάνονται την παρουσίαν των». Αυτά είπε ο κύριος ανακριτής και στην έκθεσή του υποστήριξε ότι σύμφωνα με τις ενδείξεις το κατάστημα του εν λόγω υπόπτου είχε χρησιμοποιηθεί ως βάση και ορμητήριο των τρομοκρατών, οι οποίοι φαίνεται πως παρακολουθούσαν το κομμωτήριο εδώ και καιρό, προκειμένου να μάθουν το πρόγραμμα επισκέψεων της θανούσης και να καταστρώσουν το σχέδιό τους. Η ανάμειξη του εμπόρου στη δολοφονία εθεωρείτο βεβαία και υπήρχαν υποψίες για τη συνενοχή του και σε μια σειρά ακόμη τρομοκρατικών επιθέσεων που είχαν λάβει χώρα κατά τους τελευταίους μήνες στην περιοχή του κέντρου. Ύστερα από μια σύντομη δίκη ο ίδιος ο Στρατηγός υπέγραψε την απόφαση για την εκτέλεση του εμπόρου, εκτέλεση που πραγματοποιήθηκε το επόμενο κιόλας ξημέρωμα σε μια μάντρα πίσω από τις Κεντρικές Φυλακές. Ήταν πια ελεύθερος. Ελεύθερος κι ευτυχισμένος όσο ποτέ πριν. Φυσικά κράτησε τους τύπους και μαζί με αυτούς το πένθος του, φρόντισε να αποκτήσει η συμβία του ένα υπέρλαμπρο μνήμα δημοσία δαπάνη και να τελεστούν άψογα και με την αρμόζουσα μεγαλοπρέπεια τα «εννιάμερα», τα «σαραντάμερα» και τα λοιπά πρεπούμενα, όμως πάνω στα «εξάμηνα» η πολυπόθητη Ρόζα εγκατέλειψε το πατρικό της σπίτι κι εγκαταστάθηκε στην Προεδρική κατοικία. Φυσικά το γεγονός προκάλεσε διάφορα δυσμενή σχόλια, κυρίως μεταξύ των μελών της υψηλής κοινωνίας και ο Στρατηγός βρέθηκε σε δύσκολη θέση, καθώς δεν μπορούσε να τα βάλει ανοιχτά με τους ισχυρούς οικονομικούς κύκλους. Έκανε υπομονή, λοιπόν, και όπως κάθε ερωτευμένος άντρας που έχει επιτέλους στο πλευρό του το αντικείμενο του πόθου του, ξεχνούσε τις πολιτικές και λοιπές σκοτούρες κάθε νύχτα στην αγκαλιά της καλής του. Όλα τα στόματα έκλεισαν οριστικά, όταν, ένα χρόνο μετά το τραγικό συμβάν που του στέρησε τη σύντροφο της ζωής του, απέκτησε με τις ευλογίες του Αρχιεπισκόπου νέα σύντροφο και νομιμοποίησε τον έρωτά του ενώπιον Θεού τε και ανθρώπων.

Δεν υπάρχουν σχόλια: