Τετάρτη 16 Μαΐου 2012

Επαναστάσεις, Κεφάλαιο 1ο - μέρος γ΄ (Μεταρρυθμίσεις)

Κι ύστερα άρχισε η ανόρθωση των αξιών… Ο Ταγματάρχης κατέλυσε μετά της συζύγου του στο Προεδρικό μέγαρο, οι στενοί του συνεργάτες στις οικίες των φονευθέντων Υπουργών και του Πρωθυπουργού. Την επόμενη κιόλας μέρα ο μεγάλος άντρας απηύθυνε διάγγελμα προς το λαό, όπου εξηγούσε τους λόγους που τον ώθησαν στην ανάληψη αυτής της σωτήριας πρωτοβουλίας, ενώ συγχρόνως ζητούσε τη στήριξη των χρηστών πολιτών στην προσπάθειά του να περισώσει την τιμή της χώρας και να αποκαταστήσει στο βάθρο τους τα ιδανικά και τις αξίες των προγόνων. Η ομιλία του τέλειωσε με προειδοποιήσεις και απειλές για όσους σκόπευαν να αντιτεθούν ή έστω να μη συναινέσουν στην επερχόμενη αναμόρφωση, προειδοποιήσεις περιττές αφού ήδη είχαν αρχίσει οι πρώτες ενέργειες για το ξεκαθάρισμα των εριφίων από τα πρόβατα. Κατά την πρώτη επίσημη εμφάνιση του Ταγματάρχη στην τηλεόραση οι πολίτες είχαν την ευκαιρία να δουν και το νέο επίσημο έμβλημα του κράτους, που στόλιζε τόσο το στήθος του νέου ηγέτη όσο και το τηλεοπτικό φόντο: ήταν ένας αετός με διάπλατα ανοιγμένες φτερούγες, που σκέπαζαν στοργικά ένα νεαρό λιοντάρι. Το λιοντάρι είχε ορθάνοιχτο το πελώριο στόμα του, σαν να βρυχιόταν κι ήταν στραμμένο προς την πλευρά απ’ όπου το πλησίαζε ο αετός. Το όλο σύμπλεγμα ήταν αμφιβόλου αισθητικής, πλην όμως σαφούς συμβολικού περιεχομένου: ο αετός συμβόλιζε τον Ταγματάρχη ως αρχηγό του νέου καθεστώτος, που με αποφασιστικότητα και ορμή ερχόταν να προσφέρει αρωγή και προστασία στη χώρα του, που απεικονιζόταν στο πρόσωπο του λιονταριού, μια χώρα δυνατή, ρωμαλέα, πλην όμως νεαρή κι άπειρη στο δρόμο του Θεού και της ηθικής. Σύντομα το έμβλημα αυτό κοσμούσε όλους τους κεντρικούς δρόμους της πρωτεύουσας, βρέθηκε να ανεμίζει σε σημαίες χρώματος κυανού, προστέθηκε βιαστικά σε όλα τα κρατικά οχήματα –πράγμα που έδωσε κάμποση δουλειά στους φαναρτζήδες που είχαν δοσοληψίες με τις κρατικές υπηρεσίες- και παρήχθη μαζικά από ειδικά επιλεγμένες βιοτεχνίες ενδυμάτων για να ραφτεί με προσοχή και σεβασμό σε κρατικές στολές και σε μαθητικές ποδιές. Διότι μια από τις πρώτες αποφάσεις του Ταγματάρχη ήταν το να επαναφέρει την ποδιά ως υποχρεωτικό σχολικό ένδυμα καθώς και το πηλίκιο για τους άρρενες μαθητές, το οποίο επίσης θα έφερε το έμβλημα της Επαναστάσεως κεντημένο με χρυσοκλωστή. Έτσι το νέο καθεστώς απέκτησε φανατικούς εχθρούς στη μαθητική νεολαία, διότι ακόμα και οι νέοι που εστερούντο εδραιωμένων πολιτικών φρονημάτων δεν εστερούντο και εφηβικής φιλαρέσκειας.
Έγιναν κι άλλες εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις καθώς ο Ταγματάρχης εκ πεποιθήσεως και εξ ιδίας πείρας έδινε προτεραιότητα στον τομέα της εκπαίδευσης, όπως αρμόζει σε κάθε Εθνικό Πατέρα και Φωτισμένο Ηγέτη. Φρόντισε λοιπόν να κάνει ό,τι περνούσε απ’ το χέρι του για να γευτούν οι νέοι της χώρας τα αγαθά της παιδείας κατά τον τρόπο που τα είχε απολαύσει και ο ίδιος όταν ήταν νέος και που τόσο είχαν συμβάλει στη διαμόρφωση της λαμπρής του προσωπικότητας. Υπό την άμεση εποπτεία του δόθηκαν εντολές για την απόσυρση των υπόπτων ή ακαταλλήλων σχολικών εγχειριδίων και την αντικατάστασή τους με άλλα που θα βοηθούσαν στην οικοδόμηση της εθνικής και θρησκευτικής συνειδήσεως των μαθητών. Όλα τα σχολεία εφοδιάστηκαν με πολύτιμο εκπαιδευτικό υλικό: ολοκαίνουργιες, μακριές βέργες από ξύλο ή από μέταλλο, αναλόγως της βαθμίδας της εκπαίδευσης και της ηλικίας των μαθητών και τα πατροπαράδοτα δοχεία με το αιχμηρό χαλίκι που προορίζονταν να νουθετήσουν τα άταχτα γόνατα - των αρρένων κυρίως. Όσον αφορά την εμφάνιση της μαθητιώσας νεολαίας, πέραν της καταλυτικής αισθητικής επέμβασης της ποδιάς και του πηλικίου, πάρθηκαν πρόσθετα μέτρα: όλοι οι μαθητές όφειλαν να φέρουν κόμη που δε θα ξεπερνούσε το εκατοστό – προς αποφυγήν διαμαρτυριών, στάσεων και άλλων κωλυμάτων στάλθηκαν στα σχολεία όλης της χώρας κουρείς και κρατικοί υπάλληλοι που επέβλεπαν την διαδικασία, η οποία πραγματοποιήθηκε άμεσα, την επόμενη κιόλας μέρα μετά τη λήψη της αποφάσεως. Οι ποδιές των θηλέων μαθητριών όφειλαν να καλύπτουν το γόνατο και η λευκή κάλτσα έγινε υποχρεωτική. Απαγορεύτηκαν τα κοσμήματα, τα φτιασιδώματα, καθώς επίσης το ξύρισμα των ποδιών και το βγάλσιμο των φρυδιών, πράγμα που έριξε σε βαθιά κατάθλιψη τις νεαρές εκείνες που είχαν προβλήματα αυξημένης τριχοφυΐας. Ομοίως το κράτος φρόντισε να μεριμνήσει για την εμφάνιση των διδασκόντων: κουστούμι για τους άντρες και ταγιέρ για τις γυναίκες εκπαιδευτικούς. Ήταν νόμος. Φυσικά καθιερώθηκε ο υποχρεωτικός εκκλησιασμός κάθε Κυριακή και όλες οι τάξεις απέκτησαν ολοκαίνουργιες εικόνες του Κυρίου Ημών που τοποθετήθηκαν άνωθεν ή παραπλεύρως του μαθητικού πίνακα κατά τρόπο τέτοιο, ώστε όλη η μαθητική διαδικασία να διεξάγεται κάτω από το άγρυπνο βλέμμα Του. Ήταν κάτι Χριστοί φοβεροί και τρομεροί εκείνοι των εικόνων, με μακριά μαλλιά και σκούρα γένια, με κάτι μάτια γουρλωτά και γωνιώδη μήλα, που άπλωναν δεξιά κι αριστερά τα χέρια τους, που έφεραν ολοφάνερες τις τρύπες απ’ τα καρφιά του μαρτυρίου, θέαμα που προκάλεσε κάμποσους εφιάλτες κυρίως στα παιδιά του δημοτικού, που δεν καταλάβαιναν γιατί ήταν τόσο θυμωμένος μαζί τους εκείνος ο κύριος, ούτε ποιος και γιατί τον είχε βασανίσει κατ’ αυτόν τον τρόπο. Μαζί με τις εικόνες του Ιησού απεστάλησαν στα σχολεία και πορτρέτα του Ταγματάρχη, που τοποθετήθηκαν παραπλεύρως του Κυρίου, με αποτέλεσμα πολύ νεαροί μαθητές να δυσκολεύονται να ξεχωρίσουν τον Ηγέτη από τον Παντοδύναμο, αν και κάπως τους βοηθούσαν τα σημάδια απ’ τα καρφιά στα χέρια του δευτέρου. Καταλαβαίνουμε λοιπόν πως, ύστερα από όλη αυτή τη μέριμνα και το πατρικό ενδιαφέρον, ο Ταγματάρχης βρέθηκε προ μεγάλης εκπλήξεως κάποια χρόνια αργότερα, όταν συνειδητοποίησε ότι οι μεγαλύτεροι εχθροί του ιδίου και της χώρας προέρχονταν από τις τάξεις αυτών ακριβώς των μαθητών, στους οποίους τόσο αφειδώλευτα είχε επιδαψιλεύσει τα εκπαιδευτικά αγαθά της Επαναστάσεως. Αυτός που κατάφερε μέσα σε λίγους μόλις μήνες να εξαφανίσει από προσώπου γης τους άθεους κομμουνιστές, που δίχως την σωτήρια παρέμβασή του θα είχαν πάρει την εξουσία -με ένας θεός ξέρει ποιες τραγικές συνέπειες- βρέθηκε αργότερα αντιμέτωπος με μια νέα γενιά αναρχικών, αγνωμόνων πολιτών, που ξεπήδησε ακριβώς μέσα από εκείνα τα καθ’ όλα χρηστά και άξια σχολεία.
Επί του παρόντος όμως, τα πράγματα έβαιναν θαυμάσια. Ολόκληρη η χώρα άλλαζε πρόσωπο, αναμορφωνόταν, συμμορφωνόταν, μορφωνόταν. Όλοι οι δρόμοι έχαιραν ενός μόνιμου σημαιοστολισμού, ο οποίος αποκτούσε ιδιαίτερη λαμπρότητα κατά τις ημέρες των εθνικών εορτών. Τα κρατικά κτίρια βάφτηκαν στα χρώματα του εμβλήματος –γκρίζο μεταλλικό για τον αετό, καφέ της σκουριάς για το λιοντάρι- οι φράχτες κουρεύτηκαν, οι πλατείες καθαρίστηκαν και στολίστηκαν σιγά σιγά με αγάλματα που παρίσταναν τον Ηγέτη σε διάφορες πόζες: ο Ηγέτης καβάλα στο πολεμικό του άτι, ο Ηγέτης με τον Ζυγό της Δικαιοσύνης στο δεξί χέρι, ο Ηγέτης με το Σταυρό, ο Ηγέτης καθιστός, όρθιος, σκεπτικός, γελαστός. Όλοι αυτοί οι ανδριάντες στάθηκαν αφορμή για να δοθεί και η τελική νικητήρια μάχη με τα περιστέρια, τους άσπονδους εχθρούς του, που τόσες φορές τον είχαν βασανίσει στο παρελθόν κουτσουλώντας με κάποιον μαγικό τρόπο ακριβώς εκεί όπου επρόκειτο να βρεθούν οι αγαπημένες πατούσες της Μητερούλας και που τώρα κουτσουλούσαν ακατάπαυστα, σχεδόν επίτηδες, θαρρείς, τις προτομές του ανδρός, γεμίζοντας με αηδιαστικά περιττώματα τα πέτα της στρατιωτικής στολής, τα στρατιωτικά πηλίκια, τις μύτες και τα μάγουλά του, ως ακόμα και τον ίδιο το Ζυγό της Δικαιοσύνης και τον Τίμιο Σταυρό. Αυτή η ιεροσυλία δεν έπρεπε να μείνει ατιμώρητη. Κατά διαταγή του Ηγέτη ειδικά συνεργεία βγήκαν σε δρόμους και πλατείες σκορπίζοντας παντού δηλητηριασμένα δολώματα, ρίχνοντας φάρμακο στα σιντριβάνια και στις γούρνες των δρόμων, μοιράζοντας απλόχερα το θάνατο σε εκείνους τους φτερωτούς εχθρούς του κράτους. Σύντομα όλοι οι δρόμοι κι οι πλατείες γέμισαν με μικρά άκαμπτα ξεπουπουλιασμένα πτώματα που οι διαβάτες υποχρεώνονταν να παραμερίζουν με το πόδι για να συνεχίσουν το δρόμο τους. Μαζί με τα περιστέρια φονεύθηκαν και κάμποσα αδέσποτα σκυλιά, τα οποία ξεψυχούσαν με βασανιστικά αργούς ρυθμούς αφήνοντας πονεμένα ουρλιαχτά που τάραζαν τις νύχτες της πρωτεύουσας, καθώς το δηλητήριο που ήταν αρκετό για να ξεκάνει με τη μία ένα περιστέρι, δεν ήταν αρκετά δραστικό για να χαρίσει ένα γρήγορο θάνατο και στα μεγαλύτερα ζώα. Οι πολίτες βασανίστηκαν κάμποσες νύχτες απ’ τις πονεμένες κραυγές και τα λυπητερά αλυχτίσματα, ενώ ο Ταγματάρχης απολάμβανε την τελική του εκδίκηση απέναντι στους εχθρούς της παιδικής του ηλικίας. Σύντομα πάντως όλα αυτά έλαβαν τέλος και τα συνεργεία καθαριότητας απάλλαξαν την πόλη από τα πτώματα που λόγω της υψηλής θερμοκρασίας της εποχής είχαν αρχίσει κιόλας να αποσυντίθενται αναδίνοντας αφόρητη βρόμα. Οι σχέσεις του νέου καθεστώτος με τις χώρες του εξωτερικού εξελίχθηκαν θαυμάσια –παρά τις κάποιες ανησυχίες που είχε αρχικά ο Ηγέτης- αφού έγιναν οι σωστές διπλωματικές ενέργειες και οι κατάλληλες προσεγγίσεις. Μεγάλες κρατικές εκτάσεις παραχωρήθηκαν για την εγκατάσταση στρατιωτικών βάσεων των Συμμάχων κι άλλες, μεγαλύτερες ακόμα, δόθηκαν σε πολυεθνικές εταιρείες, που έδειξαν ενδιαφέρον για επενδύσεις στη χώρα. Ο Ταγματάρχης ήταν πολύ ικανοποιημένος. Σύντομα θα χτίζονταν καινούργια εργοστάσια τόσο κοντά στην πρωτεύουσα, όσο και σε άλλες πόλεις της επαρχίας, ο κόσμος θα είχε μια ευκαιρία να εργαστεί –άρα λιγότερους λόγους να γκρινιάζει- και οι ξένοι επενδυτές θα έβρισκαν φτηνά εργατικά χέρια και με τις γερές, φαρδιές τους πλάτες θα στήριζαν την κυβέρνησή του. Είναι αλήθεια ότι σε κάποιες χώρες οι εφημερίδες έγραψαν για «βίαιη κατάλυση της δημοκρατίας», για «νέο κύμα σκοταδισμού», κάποιοι δημοσιογράφοι τον παρουσίασαν σαν «παρανοϊκό εγκληματία», αλλά η συνεργασία που εξασφάλισε με τα μεγάλα συμφέροντα του εξωτερικού γρήγορα θα βούλωνε κι αυτά τα στόματα. Επίσης σε κάποιους τοίχους της πόλης εμφανίστηκαν συνθήματα που έλεγαν για «ξεπούλημα της χώρας στο ξένο κεφάλαιο» και υπόσχονταν πως «θα πέσει η χούντα» και πως «αδέρφια, θα σηκώσουμε ξανά το κεφάλι», αλλά το αυτί της εξουσίας δεν ίδρωνε με κάτι τέτοια. Τα ειδικά συνεργεία των δήμων έσπευσαν να μπογιατίσουν τους τοίχους σβήνοντας εκείνες τις ντροπές και φρεσκάροντας το γκρι ή το καφέ χρώμα που ούτως ή άλλως πρόσφατα είχε περαστεί στις προσόψεις και ταυτόχρονα εξαπολύθηκαν τα «κυνηγόσκυλα», όπως συνήθιζε ο Ταγματάρχης να αποκαλεί τους μυστικούς αστυνομικούς, για να εντοπίσουν τους εναπομείναντες πυρήνες των αναρχοκομμουνιστών που μ’ αυτά και μ’ εκείνα ντρόπιαζαν τη χώρα και –όσο να ’ναι- του ’διναν στα νεύρα.
Σε μια γειτονιά, όμως, κοντά στο Προεδρικό Μέγαρο, που είχε γίνει κατοικία του Ταγματάρχη, παρατηρήθηκε ένα παράδοξο φαινόμενο, που του χάλασε τον ύπνο για κάμποσα βράδια. Οι αναρχικοί είχαν γράψει συνθήματα στον τοίχο ενός από χρόνια ερειπωμένου κτηρίου, που παλιά στέγαζε τα γραφεία της Μουσικής Ακαδημίας και που παρέμενε κλειστό απ’ την εποχή που οι υπηρεσίες είχαν μεταφερθεί σε μια πιο σικ συνοικία και σε κτίριο μοντέρνας αισθητικής. Πάνω στον ξεχαρβαλωμένο πέτρινο εξωτερικό τοίχο της αυλής είχαν γράψει, όπως και αλλού, με κατακόκκινα γράμματα «Αδέρφια, θα σηκώσουμε ξανά κεφάλι» κι από κάτω λιγάκι πλαγιαστά «Οι λαοί εκδικούνται». Και εκεί έσπευσαν τα συνεργεία με βούρτσες, κουβάδες και μπατανόβουρτσες και πέρασαν δυο, τρία, τέσσερα χέρια φρέσκια γκρι-μολυβί μπογιά τη μάντρα. Παρ’ όλα αυτά, όμως, με το που στέγνωνε η μπογιά, τα γράμματα πρόβαλλαν πάλι κατακόκκινα και πεντακάθαρα από κάτω. Ύστερα από άπειρες προσπάθειες το πρώτο σύνθημα κάπως σβήστηκε – μπορούσες να διακρίνεις μονάχα ένα «αδ», ένα «θ» και στο τέλος ένα «άλι». Το άλλο όμως επέμενε να φαίνεται ολοκάθαρα. Ο υπεύθυνος του συνεργείου κόντεψε να τρελαθεί. Τη δεύτερη μέρα των προσπαθειών κι αφού είχαν ξοδέψει κάμποσα κιλά κρατικής λαδομπογιάς, ο καημένος ο άνθρωπος γονάτισε μπροστά στο πεισματάρικο σύνθημα και σταυροκοπήθηκε. Κάποιος από τους υπαλλήλους μετέφερε τα καθέκαστα σε υψηλά ιστάμενο πρόσωπο κι ο αρχιμπογιατζής αντικαταστάθηκε πάραυτα. Την ώρα που τον απομάκρυναν οι φαντάροι, κάμποσοι απ’ τους παριστάμενους που είχαν σταθεί περίεργοι και κοιτούσαν, τον άκουσαν να επαναλαμβάνει δυνατά τα λόγια που έτσι κι αλλιώς όλοι μπορούσαν να διαβάσουν πίσω του, πάνω στο μαντρότοιχο: «οι λαοί εκδικούνται». Ύστερα ο Ταγματάρχης διέταξε να γκρεμιστεί η μάντρα, πράγμα που έγινε αμέσως. Παρ’ όλα αυτά, εκείνα τα πορφυρόχρωμα λόγια τού τριβέλιζαν το νου για κάμποσες νύχτες ακόμα. Όσο για τον αρχιμπογιατζή, κανείς δεν ξέρει τι απέγινε. Πραγματικά, τα μεγαλύτερα προβλήματα που είχε να αντιμετωπίσει ο νέος Ηγέτης προέρχονταν από το εσωτερικό της χώρας. Αυτοί οι αναρχικοί έμοιαζαν με τα κεφάλια της Λερναίας Ύδρας: ένα έκοβε, δύο ξεπρόβαλλαν. Από την πρώτη κιόλας εβδομάδα της Επαναστάσεως είχαν γεμίσει οι φυλακές της χώρας από αμετανόητους κομμουνιστές. Σύντομα υποχρεώθηκαν να μετατρέψουν σε φυλακές και άλλα κρατικά κτίρια: τις αποθήκες του Εθνικού και του Πολεμικού Μουσείου, όλα τα παλιά κτίρια της Ακαδημίας που δε στέγαζαν πια καμία υπηρεσία, ως και κάποια σχολεία των οποίων η αρχιτεκτονική δομή ήταν κατάλληλη για τέτοια χρήση. Κάποιοι μαθητές υποχρεώθηκαν να πηγαίνουν στο σχολείο με βάρδιες, καθώς δύο Λύκεια ανά συνοικία συστεγάζονταν, αλλά όλοι οι διευθυντές Μέσης Εκπαίδευσης έδειξαν κατανόηση. Αν και έγινε το ανθρωπίνως δυνατόν, σύντομα και αυτά τα νέα κτίρια ξεχείλισαν και συχνά οι διευθυντές των φυλακών έκαναν παράπονα πως δεν μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν την απομόνωση ως σωφρονιστικό μέσο, γιατί ακόμα και στα στενότερα σωφρονιστικά κελιά είχαν υποχρεωθεί να χώσουν ως και δέκα «από κείνα τα ρεμάλια». Ο Ταγματάρχης πήρε άλλη μια γενναία απόφαση και διέταξε την αποφυλάκιση όλων των ποινικών κρατουμένων που είχαν δείξει καλή διαγωγή, πλην των φονιάδων. Κατ’ αυτόν τον τρόπο εξασφάλισε και πάλι λίγο ελεύθερο χώρο στα σωφρονιστικά ιδρύματα, αλλά το σπουδαιότερο ήταν ότι εξασφάλισε μια νέα λαϊκή βάση στήριξης της κυβέρνησής του. Κάμποσοι φτωχολοπωδήτες έπιναν νερό στο όνομά του και μαζί μ’ αυτούς οι οικογένειές τους. Δεν ήταν και λίγο. Ο Ταγματάρχης χαιρόταν να κάνει το λαό του ευτυχισμένο. Επειδή όμως όλες οι λύσεις ήταν πρόσκαιρες και αποσπασματικές, χρειάστηκε να προβεί σε ριζικότερες μεταρρυθμίσεις και να πάρει αποφάσεις μεγάλης ευθύνης και μάλιστα κατόπιν εισηγήσεως κάποιων από τους συνεργάτες του. Αποφασίστηκε η «μετατόπιση» κρατουμένων σε κάποια από τα νησιά, όπου υπήρχαν από παλιότερα οι αναγκαίες εγκαταστάσεις, που εδώ και χρόνια λειτουργούσαν ως μουσεία. Ένας πυρετός εργασίας ακολούθησε, καθώς μέσα σε διάστημα μικρότερο του ενός μήνα, έπρεπε οι χώροι αυτοί να ετοιμαστούν για να λειτουργήσουν και πάλι εκπληρώνοντας τον σκοπό για τον οποίο είχαν εξ αρχής οικοδομηθεί. Οι παλιές φωτογραφίες και τα ιστορικά λείψανα –σιγά τα λείψανα!- ξηλώθηκαν, νέα κελιά χτίστηκαν, οι αίθουσες βασανιστηρίων εφοδιάστηκαν με νέα μέσα, μεγάλες εκτάσεις ισοπεδώθηκαν με μπουλντόζες και στήθηκαν εκατοντάδες σκηνές. Οι στρατιώτες που εργάστηκαν γι’ αυτή την επιχείρηση ανυπομονούσαν να φτάσουν οι πρώτες φουρνιές των «κατσαπλιάδων» για να πάρουν το αίμα τους πίσω. Δεν είχαν κι άδικο. Άλλωστε, αυτή τους η διάθεση εξυπηρετούσε το νέο καθεστώς. Συγχρόνως ο Ταγματάρχης προέβη και σε άλλες ριζοσπαστικές ενέργειες. Με μια ταχεία αναθεώρηση του Συντάγματος επανέφερε σε ισχύ τη θανατική ποινή –όχι ότι ως τότε δεν την εφάρμοζε, αλλά έτσι, για το γράμμα του νόμου- και διεύρυνε τον αριθμό των περιπτώσεων στις οποίες ήταν θεμιτή έως αναγκαία η επιβολή της. Επιτέλους εκείνο το βράδυ κι αφού οι αλλαγές είχαν κοινοποιηθεί στους αρμοδίους, μπόρεσε να κοιμηθεί ήσυχα, σαν άνθρωπος κατάκοπος, που έχει επιτελέσει το καθήκον του και γαλήνιος παραδίδεται στις αγκάλες του Μορφέα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: