Πέμπτη 17 Μαΐου 2012

Επαναστάσεις, κεφάλαιο 1ο, μέρος δ΄ - Ανοίγουν οι εξορίες

Ο Μάρκος απολύθηκε από τη δουλειά του την πρώτη κιόλας εργάσιμη μέρα μετά την αλλαγή του καθεστώτος. Όταν το αφεντικό τον κάλεσε στο ιδιαίτερο γραφείο του, στο βάθος του εμπορικού καταστήματος, και σηκώθηκε ο ίδιος να κλείσει πίσω απ’ την πλάτη του τη βαριά δρύινη πόρτα, αμέσως κατάλαβε. Ήταν κι αυτός ο λόξιγκας που δεν έλεγε να τον αφήσει ούτε μετά από το τηλεοπτικό διάγγελμα του Ταγματάρχη, προμηνύοντας ακόμη περισσότερα δεινά… Στάθηκε, λοιπόν, όρθιος μπροστά απ’ το γραφείο κρατώντας στα χέρια του μια καλοδιπλωμένη χνουδωτή πετσέτα μάρκας «basil», διαστάσεων 110 χ 70 cm, χρώματος γκρενά, που δεν είχε προλάβει να την τακτοποιήσει στο ράφι μετά την παραλαβή των νέων εμπορευμάτων. Το αφεντικό ένιωθε κάπως άβολα να τον βλέπει σ’ αυτή την κατάσταση, χλομό, καλοχτενισμένο, με την πετσέτα στα χέρια και το λόξιγκα να του τραντάζει το στήθος. «Ακουμπήστε αυτό που κρατάτε εκεί», του είπε, δείχνοντας με το χέρι το δερμάτινο καναπέ που βρισκόταν στα δεξιά του, κολλητά στον τοίχο, κάτω από έναν πίνακα με βαρύτιμη κορνίζα, που παρίστανε ένα χειμωνιάτικο τοπίο. Ο Μάρκος υπάκουσε μηχανικά κι ύστερα επέστρεψε στην προηγούμενη στάση προσοχής κάνοντας υπεράνθρωπες προσπάθειες να σταματήσει το τόσο αταίριαστο στην περίσταση χοροπηδητό της σπασμένης του ανάσας. Άκουσε ό,τι είχε να του πει το αφεντικό δίχως να αλλάξει στάση και δίχως να μπορεί να συγκεντρωθεί απόλυτα στα λεγόμενα, αφού ο δαιμονισμένος λόξιγκας αποσπούσε την προσοχή του. «Καταλαβαίνετε… Υπήρξατε ένας ανεκτίμητος υπάλληλος για το κατάστημά μας όλα αυτά τα χρόνια, υπόδειγμα εργατικότητας και υπευθυνότητας. Λυπούμαι… Ελπίζω να μην το πάρετε προσωπικά. Τα συμφέροντα της επιχειρήσεως επιβάλλουν μια τέτοια απόφαση, όσο σκληρή κι αν σας φαίνεται. Ελάτε στη θέση μου… Νομίζω πως κι εσείς το ίδιο θα κάνατε. Ίσως… Αν δεν ήταν σε όλους γνωστές οι πολιτικές σας πεποιθήσεις και η… “στρατευμένη” δραστηριότητά σας… Ίσως κάτι να μπορούσε να γίνει. Μα τώρα… Καταλαβαίνετε. Πριν φύγετε, περάστε απ’ το ταμείο να εισπράξετε το οφειλόμενο υπόλοιπο. Θεώρησα σκόπιμο ύστερα από την άψογη πολυετή συνεργασία μας να προσθέσω κι ένα μικρό ποσό ως δώρο για σας και την οικογένειά σας. Ο νόμος δε με υποχρεώνει πια, αλλά η συνείδηση… Η συνείδησή μας βρίσκεται πάνω από κάθε νόμο». Σηκώθηκε για να τον χαιρετήσει, αλλά ο Μάρκος δεν είδε καν το απλωμένο στρουμπουλό χέρι με το άψογο μανικιούρ και το χοντρό χρυσό δαχτυλίδι στον παράμεσο. Με το κεφάλι κατεβασμένο στράφηκε να φύγει. Την τελευταία στιγμή θυμήθηκε την πετσέτα, γύρισε, την πήρε προσεκτικά στα χέρια του και βγήκε. Ήταν νωρίς ακόμα κι οι πελάτες λιγοστοί. Κατευθύνθηκε προς το ράφι που είχε αρχίσει να τακτοποιεί, πριν τον καλέσει το αφεντικό, κι ακούμπησε το διπλωμένο ρούχο με την ούγια προς τα έξω, έτσι που να φαίνεται η ετικέτα του – η φίρμα «basil» ήταν εδώ και χρόνια το νούμερο ένα στα λευκά είδη κι η ετικέτα της εγγύηση ποιότητας. Οι μέχρι πριν από λίγο συνάδελφοί του στέκονταν μαρμαρωμένοι στις θέσεις τους, εκτός από την Έλσα που εξυπηρετούσε μια πελάτισσα και δεν τον είχε πάρει είδηση ότι βγήκε απ’ το γραφείο του «μεγάλου». Άκουγε τη φωνή της γαλαντώμα και πειστική καθώς περιέγραφε στη δύστροπη κυρία τα χαρίσματα ενός σετ σεντονιών με τσουχτερή τιμή: «Κοιτάξτε σχέδιο, κοιτάξτε χρώμα! Μόλις χτες μας τα έφεραν κι έχουν γίνει κιόλας ανάρπαστα! Καθαρό βαμβάκι στην ύφανση και μεταξωτή μπορντούρα. Μα, κοιτάξτε! Είναι σεντόνια για πριγκηπικό κρεβάτι. Η κορούλα σας θα τα κατευχαριστηθεί!» Είδε τον Πάολο να σφίγγει νευρικά τα χείλια, μέχρι που έγιναν μια τόση δα χλομή χαραμάδα. Θυμός ή φόβος; Και τα δύο. Ο Πάολο ήταν κι αυτός μέλος του κόμματος και σίγουρα ο επόμενος στη λίστα απολύσεων. Πήρε το καπέλο και το παλτό του απ’ τη μεγάλη κρεμάστρα του προσωπικού, τα φόρεσε. Θυμήθηκε πως δεν είχε πληρωθεί. Πήγε προς το ταμείο. Η μικρούλα, η Λίζα, του έτεινε σιωπηλή το φάκελο με τα χρήματα και του έκανε νόημα να τα μετρήσει. Όχι, δεν ήθελε να τα μετρήσει. Είχε εμπιστοσύνη στην τιμιότητα και τη γενναιοδωρία του εργοδότη του. Υπέγραψε εκεί που του ’δειχνε το τρεμάμενο δάχτυλο της μικρής, έβαλε το φάκελο στην εσωτερική τσέπη του παλτού του, στάθηκε πάλι ακίνητος και κοίταξε μια-δυο στιγμές όλα εκείνα τα πρόσωπα που είχαν τα μάτια τους καρφωμένα πάνω του, μάτια γεμάτα λύπη και φόβο. Ο Μάρκος ήταν απλώς το πρώτο θύμα της νέας πολιτικής της επιχείρησης κι αυτό το ’νιωθαν καλά. Αφού το αφεντικό δε δίστασε να απολύσει εκείνον ύστερα από δεκαπέντε χρόνια συνεργασίας, προφανώς δε θα δίσταζε να απολύσει και οποιονδήποτε άλλο. Εκείνος σώπαινε. Πώς να τους αποχαιρετήσει; Φοβόταν πως, αν άνοιγε το στόμα του, ο λόξιγκας θα γιγαντωνόταν και θα τον έπνιγε. Πήρε βαθιά ανάσα, έκανε μεταβολή, και διέσχισε με σταθερό βήμα τα μέτρα που τον χώριζαν από την έξοδο. **** Ύστερα από λίγες μέρες η Σάρα και τα παιδιά έφυγαν για το χωριό. Η μάνα της, που τα ’χε λιγάκι χαμένα, δεν καλοκατάλαβε απ’ τα μισόλογα που αντάλλαξαν στο τηλέφωνο το λόγο αυτής της επίσκεψης που προβλεπόταν μακροχρόνια και νόμισε πως η κόρη της σκόπευε να χωρίσει τον Μάρκο. Καθώς είχε μεγάλη αδυναμία στο γαμπρό της, έσουρε στην κόρη της τηλεφωνικώς τα εξ αμάξης κι απέμενε να διευθετηθεί η παρεξήγηση διά ζώσης. Πάντως, όσο κι αν είχε ξεκουτιάνει, σίγουρα θα μπορούσε να βοηθήσει τη Σάρα με τα παιδιά. Χώρια που στην επαρχία θα ’νιωθε πιο ασφαλής – τα πράγματα ήταν ακόμα κάπως πιο χαλαρά, καθώς χρειαζόταν λίγος καιρός ως να φτάσουν σε κάθε γωνιά της χώρας τα μηνύματα της πρωτεύουσας και να αρχίσει κι εκεί η εμπέδωση της «μεταρρύθμισης». Μα κι αν ακόμα συνέβαινε κάτι –απέφευγαν να κατονομάσουν το τι θα μπορούσε να συμβεί- τουλάχιστον τα παιδιά θα έμεναν με τη γιαγιά τους, που τα λάτρευε.
Η Σάρα επέμεινε ως την τελευταία στιγμή στην προσπάθειά της να τον πείσει να τους ακολουθήσει. Ήταν άνεργος πια κι η πόλη δεν είχε να του προσφέρει τίποτα. Βαθιά μέσα της ανησυχούσε πως ο ξεροκέφαλος άντρας της θα προσπαθούσε να αποκαταστήσει τις επαφές του με τους συντρόφους του κόμματος και πως θα εμπλεκόταν στους παράνομους πυρήνες αντίστασης, που, αν δεν είχαν κιόλας δημιουργηθεί, σίγουρα θα οργανώνονταν το συντομότερο, μόλις τα στελέχη που παρέμεναν ασύλληπτα θα κατάφερναν να ξεπεράσουν το σοκ του αιφνιδιασμού και να ανασυντάξουν τις δυνάμεις τους. Όταν ο Μάρκο τους αποχαιρέτησε στο σταθμό του τρένου, έπεσε πάνω του κι άρχισε να κλαίει με αναφιλητά. Φοβόταν πως δε θα τον ξανάβλεπε ποτέ. Εκείνος την έσφιξε βουβός στην αγκαλιά του, φίλησε τα παιδιά, συμβούλεψε τον μικρό «να προσέχει τη μαμά» κι έφυγε μόλις επιβιβάστηκαν δίχως να στραφεί ούτε μια φορά προς τα πίσω. Το στήθος του σφιγγόταν, τρανταζόταν, χόρευε κι ένιωθε την ανάσα του σγουρή να του μπουκώνει το στόμα. Γύρισε στο σπίτι με τα πόδια. Το βράδυ ξάπλωσε νηστικός και δίχως να βγάλει τα παπούτσια του. Όταν κατά τα χαράματα ξύπνησε απ’ τα τραντάγματα της πόρτας, σηκώθηκε ήρεμος, πήρε το παλτό του που ήταν πεταμένο στην πολυθρόνα πλάι στο κρεβάτι και πήγε να ανοίξει. Στο αδύναμο ηλεκτρικό φως της λάμπας της εισόδου αντίκρισε τους στρατιώτες κι έναν άντρα με μαύρο καπέλο που του σκίαζε τα μάτια. Εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησε πως ο λόξιγκας που δέκα μέρες τώρα του ξέσκιζε οδυνηρά το λαρύγγι, είχε κοπεί, ως διά μαγείας, και με το μαχαίρι. Χαμογέλασε στον άντρα με το καπέλο, παραμέρισε για να κάνει τόπο στους στρατιώτες να μπουν στο σπίτι κι είπε μονάχα: «Σας περίμενα. Αν θέλετε, μπορούμε να πηγαίνουμε». Τον οδήγησαν στα κεντρικά της Ασφάλειας, στη συνοικία όπου βρισκόταν η πρωθυπουργική κατοικία, που τώρα είχε παραχωρηθεί σε έναν από τους ισχυρότερους συνεργάτες του Ταγματάρχη. Τον ανέβασαν σπρώχνοντας από μια στενή σκοτεινή σκάλα που έβγαζε σε έναν εξίσου στενό και σκοτεινό διάδρομο. Ο άντρας με τα μαύρο καπέλο στάθηκε έξω από μια πόρτα και χτύπησε διακριτικά. «Εμπρός!» Ήταν το γραφείο του ανακριτή. Η ανάκριση ήταν σύντομη. Ό, τι χρειαζόταν να ξέρουν γι’ αυτόν, το ήξεραν ήδη, όπως επίσης ήξεραν πως ήταν απλό μέλος του κόμματος και οι όποιες πληροφορίες θα μπορούσαν να του αποσπάσουν ήταν δευτερευούσης σημασίας και δεν άξιζαν τον κόπο να περάσουν όλη τη νύχτα ξάγρυπνοι. Τον ανέκριναν όμως παρ’ όλα αυτά βάσει του τυπικού κι από επαγγελματικό ζήλο τού έσπασαν ένα από τα μπροστινά δόντια. Ύστερα ο κύριος Ανακριτής έφυγε, οι στρατιώτες έφυγαν –ο άντρας με το μαύρο καπέλο είχε αποχωρήσει νωρίτερα- κι έμεινε μονάχα ένας φαντάρος να τον φρουρεί έξω από την πόρτα του ανακριτικού γραφείου. Ο Μάρκος κοιμήθηκε βαθιά ως το πρωί, δίχως να σηκωθεί από την άβολη, ξύλινη καρέκλα. Μονάχα δυο φορές ξύπνησε, τη μια για να φτύσει το αίμα που του πλημμύριζε το στόμα και την άλλη επειδή πονούσε ο σβέρκος του, έτσι όπως κοιμόταν σαν τον κρεμασμένο. Την άλλη μέρα τον οδήγησαν στις Δυτικές Φυλακές του «Αγίου Σωφρονίου» και τον έριξαν σε ένα κελί μαζί με άλλους πέντε ποινικούς. Δεν είχε αρχίσει ακόμα να γίνεται το αδιαχώρητο, αλλά μέρα με τη μέρα ο αριθμός των κρατουμένων αυξανόταν και σε κάθε κελί συνωστίζονταν ως και δέκα άντρες. Ο Μάρκος εντυπωσιάστηκε από τους νέους του συγκάτοικους. Ούτε που είχε φανταστεί ποτέ πριν ότι θα ερχόταν μέρα που θα μοιραζόταν το κρεβάτι του με φονιάδες και νταβατζήδες. Ο τρόπος που μιλούσαν, που περπατούσαν, που συνεννοούνταν μεταξύ τους, τα τατουάζ που όργωναν το δέρμα τους κι η ευκολία με την οποία ξεστόμιζαν το κάθε τι, τον άφηναν άφωνο και με το στόμα ανοιχτό. Για εκείνους τίποτα δεν είχε αλλάξει μετά την Επανάσταση, ούτε που τους ένοιαζαν τα περί δημοκρατίας κι ελευθερίας κι ο Μάρκος γρήγορα κατάλαβε πως καλά θα έκανε να αποφεύγει τέτοιες κουβέντες, που μονάχα τους άναβαν τα αίματα κι αύξαναν την περιφρόνησή τους γι’ αυτόν. Γιατί πραγματικά τον περιφρονούσαν ολοφάνερα και με το δίκιο τους. Τι δουλειά είχε μέσ’ στα πόδια τους ένας εμποροϋπαλληλάκος που «φου» να του κάνεις θα πέσει κάτω απ’ την τρομάρα; Η «στενή» ήταν τόπος για άντρες με αρχίδια, που ήξεραν να καθαρίζουν τις δουλειές τους –και όχι μόνο- χωρίς «σουξουμούξου». Όχι για... φλώρους! Χώρια που τούτος εδώ έλεγε κάτι ακαταλαβίστικα περί «δικαιοσύνης και τάχα μου», περί «δικαιωμάτων» κι ένας θεός ξέρει τι άλλες αρλούμπες. Παρ’ όλα αυτά ύστερα από τα καψόνια των πρώτων ημερών τον άφησαν στην ησυχία του. Ένα μήνα αργότερα ήρθαν χαράματα και τον πήραν με συνοδεία. Τον ανέβασαν σε ένα στρατιωτικό φορτηγάκι, αφού πρώτα του πέρασαν τις χειροπέδες κι εκείνος ανησύχησε πως θα τον ξανάπιανε ο λόξιγκας. Μα όχι. Δεν είχε πια τίποτα να φοβηθεί. Τον μετέφεραν σε άλλη φυλακή, πρώην σχολείο, σε ένα μακρινό προάστιο. Εκεί είχε μόνο πολιτικούς κρατουμένους κι ανάμεσά τους βρήκε κάποιους παλιούς γνωστούς. Μια μέρα, την ώρα του περιπάτου στον περίβολο κάτω απ’ τις κάννες των όπλων των φρουρών, είδε να φέρνουν σιδηροδέσμιο και τον Πάολο, τον πρώην συνάδελφό του στο εμπορικό. Ο αριθμός των κρατουμένων αυξανόταν δραματικά από μέρα σε μέρα. Η απόφαση για απονομή γενικής αμνηστίας στους ποινικούς δεν άλλαξε και πολύ τα πράγματα για τον Μάρκο και τους συγκρατούμενούς του, αφού στη δικιά τους φυλακή δεν υπήρχαν ποινικοί για να τους αδειάσουν τον τόπο. Πέρασε έτσι λίγος καιρός ακόμα. Ο Μάρκος είχε αρχίσει να συνηθίζει στην καινούργια του κατάσταση, πολύ περισσότερο που τώρα είχε και δικούς του ανθρώπους, παλιούς συντρόφους για να μιλάει και να ξαλαφρώνει απ’ τις αγωνίες του. Το μόνο που τον βασάνιζε ήταν πως από τη νύχτα της σύλληψής του κι ύστερα δεν είχε καταφέρει να επικοινωνήσει με τη Σάρα. Σίγουρα θα είχε μάθει πια για τη σύλληψή του, αλλά φαίνεται πως δεν ήξερε ακόμα πού τον κρατούσαν. Ή μπορεί και να ’ξερε, αλλά να μην την άφηναν να τον δει. Η σκέψη της του πονούσε το στήθος και τα βράδια ξαγρυπνούσε προσπαθώντας να αυτοσυγκεντρωθεί και να της στείλει καθησυχαστικά τηλεπαθητικά μηνύματα, πράγμα που –καθώς ποτέ του δεν είχε έφεση στα μεταφυσικά- δεν τον ωφελούσε και πολύ. Όποτε κατάφερνε με χίλια δυο κόλπα να προμηθευτεί κανένα κομμάτι χαρτί και μολύβι καθόταν και της έγραφε με μικρούτσικα γράμματα μεγάλες επιστολές, που τις καταχώνιαζε κάτω απ’ το στρώμα του, αφού δεν υπήρχε τρόπος να φτάσουν ως εκείνη. Η αλληλογραφία απαγορευόταν για τους πολιτικούς. Εκείνος όμως δε σταματούσε να γράφει με την ελπίδα πως κάποτε, με κάποιον τρόπο, όλα εκείνα τα γράμματα θα έφταναν στα χέρια της. Ίσως αν οριζόταν δικάσιμος… Αν του έστελναν δικηγόρο… Αν απελευθερωνόταν ή αν δραπέτευε έστω κι ένας απ’ τους συντρόφους… Αν κατάφερνε να πείσει κάποιον φρουρό ή κάποιον υπάλληλο της τροφοδοσίας ή της καθαριότητας… Ύστερα από δύο μήνες μια φήμη άρχισε να σέρνεται στους διαδρόμους, στα κελιά, στο προαύλιο και να σκοτεινιάζει το νου των κρατουμένων: «Ξανανοίγουν τις εξορίες!» Απίστευτο! Ένας θείος του Μάρκου είχε κάνει εξόριστος στα νιάτα του και συχνά διηγιόταν ιστορίες από κείνα τα χρόνια στον μικρό του ανιψιό, ιστορίες σαν μαύρα, τρομακτικά παραμύθια που εκτυλίσσονταν σε βραχονήσια, μες στο αλάτι και στο αίμα, μες στην πέτρα και στο χώμα, κάτω από αέρηδες και στρατιωτικές αρβύλες… Απίστευτο! Οι τόποι «μετατόπισης» είχαν μετατραπεί εδώ και δεκαετίες σε Μουσεία Νεότερης Ιστορίας. Πώς μπορούσαν να λειτουργήσουν πάλι; Φαίνεται πως η Νεότερη Ιστορία έπρεπε να εμπλουτιστεί με καινούργια σφάγια, πριν κλειστεί οριστικά στο ντουλάπι της. Ο Μάρκο αρνιόταν να χωνέψει ένα τέτοιο ενδεχόμενο και μιλούσε γι’ αυτό ώρες ατελείωτες με τον Πάολο και τους άλλους συντρόφους. Ο καθένας είχε και κάτι να διηγηθεί απ’ τα μαύρα παραμύθια των προγόνων, μέχρι που η άτυπη καθοδήγηση της φυλακής έδωσε γραμμή να τον κόψουν αυτόν το χαβά που τους τσαλάκωνε το ηθικό.
Αρνιόταν να το πιστέψει και μόλις και μετά βίας άρχισε να το καταπίνει με μικρές πικρές μπουκιές, όταν βρέθηκε αλυσοδεμένος μαζί με καμιά εκατοστή άλλους συντρόφους στο κατάστρωμα του πλοίου «Αγία Γαλήνη», άνοιξη καιρό και με τον ήλιο ντάλα να τσουρουφλίζει τα ξέσκεπα κεφάλια. Το ήξερε το καράβι. Μόλις πριν από τρία χρόνια είχε ταξιδέψει με τη Σάρα και το γιο του –η κόρη δεν είχε ακόμα γεννηθεί- κι ήταν αυτές οι τελευταίες ξένοιαστες διακοπές της οικογένειας. Δεκαπέντε μέρες στο νησί, δεκαπέντε νύχτες στην αγκαλιά της, δεκαπέντε βράδια μεθυσμένος από έρωτα κι ευτυχία. Όταν γύρισαν στην πόλη η Σάρα ήταν έγκυος στο δεύτερο παιδί. Και τώρα… Ήθελε να κλάψει, να φωνάξει, να διαμαρτυρηθεί, πού τον πάνε χωρίς δίκη, δίχως απόφαση, πώς τον σέρνουν πίσω στη Νεότερη Ιστορία, αφού η ιστορία έχει πεθάνει και πάει πια; Θα χαιρόταν ακόμα κι αν τον έπιανε εκείνος ο καταραμένος λόξιγκας, σαν σημάδι πως κάτι ακόμα έχει να περιμένει, κάτι να χάσει ή να κερδίσει. Μα το στήθος του ήταν πετρωμένο και βουβό. Δεν ήξεραν ποιος ακριβώς ήταν ο προορισμός τους, οι συνοδοί στρατιώτες δεν έβγαζαν μιλιά κι οι ναύτες του «Αγία Γαλήνη» περιφέρονταν εδώ κι εκεί εκτελώντας τα καθήκοντά τους βουβοί και λυπημένοι, αποφεύγοντας να κοιτάξουν στα μάτια τους κρατουμένους από φόβο μη και φανεί η λύπη τους και τους μουτζουρώσει το μητρώο κοινωνικών φρονημάτων. Ένας είπε: «Λύστε τους, τουλάχιστον, τους ανθρώπους! Αν συμβεί κάτι θα πνιγούν σαν τα ποντίκια!» Ένας αξιωματικός που τον άκουσε πήγε κοντά και κάτι του ψιθύρισε στο αυτί, κάτι που έκανε το ναύτη να αλλάξει χίλια χρώματα. Ο άνθρωπος εξαφανίστηκε απ’ το κατάστρωμα, για να ξαναφανεί πολύ αργότερα προς μεγάλη ανακούφιση του Μάρκου που είχε παρακολουθήσει την όλη σκηνή. Κάποια στιγμή κατάφερε να του πασάρει με τρόπο το μικρό δέμα με τα γράμματα για τη Σάρα που είχε κρυμμένο στον κόρφο του. «Για τη γυναίκα μου», είπε μονάχα. Κι ύστερα: «Η διεύθυνση είναι γραμμένη πάνω. Γραμματόσημα μονάχα…» Ο άλλος τα πήρε και τα έχωσε βιαστικά στη μέσα τσέπη του σακακιού του. Δεν είπε κουβέντα. Αλλά τα μάτια του έλεγαν πολλά.

Δεν υπάρχουν σχόλια: