Πέμπτη 17 Μαΐου 2012

Επαναστάσεις, Κεφάλαιο 1ο, μέρος ε' (Το ξύπνημα της Σάρας)

Τα γράμματα αυτά έφτασαν πράγματι στη Σάρα ύστερα από λίγες μέρες και την έβγαλαν τουλάχιστον απ’ την αγωνία της άγνοιας, από εκείνη τη φοβερή κατάσταση της ανημπόριας, που σε σπρώχνει να υποθέτεις τα χειρότερα και μόνο τα χειρότερα. Τη σύλληψη του Μάρκου την είχε πληροφορηθεί αμέσως από μια ξαδέρφη της που έμενε στην ίδια γειτονιά κι αμέσως είχε τρέξει στην πόλη, αφήνοντας τα παιδιά με τη γιαγιά τους. Όσο κι αν έτρεξε, όμως, όσο κι αν παρακάλεσε δεν μπόρεσε όχι να τον δει αλλά ούτε καν να μάθει με βεβαιότητα πού τον κρατούσαν. Επέστρεψε στο χωριό, άπρακτη ένα μήνα αργότερα, δέκα κιλά πιο αδύνατη και με μαύρους κύκλους κάτω απ’ τα μάτια. Οι τρομερές φήμες για τα βασανιστήρια που γίνονταν σε κάποια ανήλιαγα υπόγεια, οι φήμες για ομαδικές εκτελέσεις κρατουμένων στα άφαντα και στα σκοτεινά, της στοίχειωναν τις νύχτες.
Προσπαθούσε να φανταστεί τον άντρα της μέσα σε όλη αυτή την ιστορία, τον άντρα της με τα ευαίσθητα λεπτά του χέρια, με εκείνο το ύφος πληγωμένου παιδιού, που έπαιρνε ώρες ώρες δίχως κανέναν σοβαρό λόγο, και της ερχόταν ζάλη. Ο Μάρκος δεν ήταν ήρωας κι αν υπήρχε κάποιος που μπορούσε να το πει αυτό με σιγουριά δεν ήταν άλλος από τη γυναίκα που ’χε μοιραστεί ήδη μαζί του δεκαπέντε χρόνια και τον είχε ζήσει σε καλές αλλά και σε δύσκολες στιγμές. Δεν ήταν ήρωας κι αυτό την παρηγορούσε, πως δε θα προκαλούσε με τη συμπεριφορά του περισσότερες δυσκολίες στην ήδη δύσκολη κατάσταση που βρισκόταν. Αλλά ήταν ξεροκέφαλος και περήφανος πολύ κι αυτό την έκανε να αγωνιά. Περνούσε ώρες ολόκληρες καθισμένη στην κουζίνα του πατρικού της σπιτιού με τη μάνα της πλάι να μπαμπαλίζει ανοησίες και κοιτούσε το γιο της, ρουφούσε με το βλέμμα τις κινήσεις, τις εκφράσεις του προσώπου του, που τόσο έμοιαζαν με του πατέρα του. Κοίταζε τα δάχτυλα του παιδιού και έβλεπε νύχια ξεριζωμένα, το βλέμμα της έπεφτε στα λιανά του μπράτσα κι έβλεπε εξαρθρωμένους αγκώνες και πληγές, καμένες μασχάλες, σπασμένα κοκάλα. Κόντευε να τρελαθεί. Ήταν κι ένας καλοθελητής ξάδερφος, οπαδός του καθεστώτος, που, τάχα μου από συμπόνια, έσπευδε να της μεταφέρει κάθε είδηση, διασταυρωμένη ή όχι, για το «τι κάνουν στους κομμουνιστές στη φυλακή». Από αυτόν έμαθε και το ενδεχόμενο του να επαναλειτουργήσουν οι εξορίες αλλά, όπως κι ο Μάρκος τόσα χιλιόμετρα μακριά, αρνήθηκε στην αρχή να το πιστέψει.
Όταν έφτασαν στα χέρια της τα γράμματα λύθηκε ο κόμπος και τα δάκρυα της λευτέρωσαν το στήθος. Ήξερε τουλάχιστον πως ήταν ζωντανός, πως δεν τον έχουν βασανίσει, πως τον πήγαιναν σε κάποιο νησί. Κάτι ήταν κι αυτό. Το σώμα του Μάρκου, η εικόνα του άρχισαν να αποκτούν πάλι μια οντότητα σχεδόν απτή και να της γλυκαίνουν τις νύχτες. Σύντομα όμως ο τρόμος επέστρεψε και πάλι. Τι θα του έκαναν εκεί; Πόσοι θα έβγαιναν ζωντανοί από αυτήν τη δοκιμασία. Ο άντρας της, έτσι άμαθος που ήταν, δε θα άντεχε στις σκληρές συνθήκες διαβίωσης, ούτε στις βαριές και συχνά άσκοπες δουλειές που επέβαλλαν στους εξόριστους κρατουμένους εν είδει τιμωρίας. Και πάλι όμως ο τρόμος υποχώρησε γρήγορα, σπρωγμένος στην άκρη από ένα συναίσθημα τελείως διαφορετικό και άγνωστο ως τότε για τη Σάρα: απ’ την οργή. Μια πηχτή, καυτή οργή κυλούσε μέσα της σαν λάβα και της θόλωνε το νου. Ποιοι ήταν αυτοί που είχαν καταστρέψει τη ζωή της; Ποιοι ήταν αυτοί που στερούσαν απ’ τα παιδιά της τον πατέρα τους, που την υποχρέωναν να περπατάει στο χωριό με το κεφάλι σκυφτό για να μη «δίνει δικαιώματα»; Ποιοι ήταν αυτοί που γέμιζαν τις νύχτες της με εφιάλτες και τις μέρες της με επώδυνα παροράματα, αυτοί που την έκαναν να μη θέλει να μιλήσει σε άνθρωπο, να μην αντέχει να κοιτάξει κατάματα ούτε τα ίδια της τα παιδιά; Ως τότε η Σάρα δεν είχε αυτό που λέμε «άγρυπνη πολιτική συνείδηση», δεν είχε μπλεχτεί ποτέ με το κόμμα και συχνά τσακωνόταν με τον άντρα της που επέμενε να ασχολείται ενεργά, που επέμενε να ελπίζει σε ένα καλύτερο αύριο με δημοκρατία πραγματική και κοινωνική δικαιοσύνη. Όλα αυτά της έμοιαζαν κούφιες ιδέες, όνειρα εν εγρήγορση. Αυτή την ενδιέφερε να εξασφαλίσει άμεσα ένα καλύτερο μέλλον για τα παιδιά της με πράγματα απλά: ένα δικό τους σπίτι, λίγα λεφτά στην άκρη. Οργιζόταν με τον Μάρκο, που σπαταλούσε χρήματα στις οικονομικές εισφορές για το κόμμα και που ξόδευε τον καιρό του σε συνελεύσεις επί συνελεύσεων. Εκείνο όμως που δεν είχαν πετύχει οι τόσες και τόσες πολιτικές συζητήσεις, το πετύχαινε τώρα η κατάφορη αδικία, αυτός ο βιασμός της ίδιας της της ψυχής που καμία γυναίκα, κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να δεχτεί αδιαμαρτύρητα και με το κεφάλι σκυμμένο. Έπρεπε να κάνει κάτι. Κάτι. Οτιδήποτε. Το να κάθεται με τα χέρια σταυρωμένα περιμένοντας το χειρότερο, ήταν κάτι που δεν μπορούσε πια να ανεχτεί. Ο φιλοχουντικός ξάδερφος την είχε ενημερώσει για το πολιτικό ποιόν όλων των συγχωριανών, ποιοι ήταν «τίμιοι και νομοταγείς πολίτες», «ποιοι είχαν άκρες στα πράγματα», «ποιοι ήταν αμφιβόλων φρονημάτων» και για ποιους υπήρχαν υπόνοιες πως ήταν ήδη μπλεγμένοι σε παράνομες ενέργειες κατά του καθεστώτος. Έτσι η Σάρα ήξερε αμέσως πού έπρεπε να απευθυνθεί.
Και απευθύνθηκε. Η παράνομη δουλειά που μπορούσε να γίνει στο χωριό ήταν περιορισμένη. Όλοι γνωρίζονταν μεταξύ τους κι ο κίνδυνος της σύλληψης ήταν αντιστρόφως ανάλογος του αριθμού των κατοίκων. Σκέφτηκε να φύγει για την πόλη, όπου θα μπορούσε να οργανωθεί στους αντιστασιακούς πυρήνες μέσω των παλιών γνωστών που είχαν καταφέρει να παραμείνουν ελεύθεροι. Όμως τα πράγματα ήρθαν αλλιώς. Λίγο καιρό αργότερα ο ξάδερφος την προειδοποίησε πως η συμπεριφορά της δεν είχε περάσει απαρατήρητη και πως «αν δεν ήταν για τα παιδιά» θα την είχαν συλλάβει ήδη, πράγμα που δεν αποκλειόταν να γίνει από τη μια μέρα στην άλλη, γιατί «υπήρχαν άνθρωποι που πίεζαν κι εκείνος, όσο κι αν το ’θελε, δε θα μπορούσε να την προστατεύει για πολύ ακόμα». Καθώς, λοιπόν, ο κλοιός στένευε ολοένα και περισσότερο, η Σάρα και οι καινούργιοι της σύντροφοι υποχρεώθηκαν ένα βράδυ να εγκαταλείψουν το χωριό και να βγουν στο βουνό, όπου ήλπιζαν ότι θα κατάφερναν να έρθουν σε επαφή με τους πυρήνες των ανταρτών, γιατί φυσικά δεν ήταν οι πρώτοι που είχαν την ιδέα και οι προετοιμασίες για ένοπλη πάλη είχαν κιόλας ξεκινήσει. Όταν βρήκαν τους αντάρτες –ή μάλλον, όταν τους βρήκαν οι αντάρτες- ύστερα από δυο μέρες τυφλής περιπλάνησης, η Σάρα, εκτός από πληγές στα πόδια και κράμπες στο στομάχι, είχε αποκτήσει τόσο πολιτική συνείδηση όσο και μια θέληση ατσαλένια, που σύντομα την έφερε στην πρώτη γραμμή του πυρός.

Δεν υπάρχουν σχόλια: