Δευτέρα 14 Μαΐου 2012

Επαναστάσεις....Κεφάλαιο 1ο

Ήταν καιρός για μια αλλαγή. Για μια ριζική αλλαγή. Οι συνθήκες είχαν ωριμάσει πια και ήταν έτοιμες να αποδώσουν καρπούς. Οι πολίτες που με τόση εγκατάλειψη, αδιαφορία, ως κι ανακούφιση ακόμα είχαν παρακολουθήσει τη σπίλωση των ιερών και των οσίων, το γκρέμισμα των παραδοσιακών αξιών και την επιβολή της αναρχίας, τώρα ζητούσαν τη λύτρωση. Αφού βούτηξαν -όσοι μπορούσαν- την κουτάλα τους βαθιά βαθιά στο κρατικό καζάνι, αφού πέταξαν οι γυναίκες τις ποδιές της κουζίνας κι οι μαθητές τα σχολικά πηλίκια κι οι άντρες σήκωσαν κεφάλι στην εξουσία, οι ίδιοι αυτοί πολίτες ένιωθαν τώρα την ανάγκη ενός ηγέτη, ενός άντρα που θα αναλάμβανε να καθαρίσει την δημόσια ζωή απ’ τη σαπίλα, ενός τιμωρού και λυτρωτή που θα τους έπαιρνε απ’ το χέρι για να τους οδηγήσει ξανά στον ορθό δρόμο, απαλλάσσοντάς τους απ’ το μέγα βάρος της ευθύνης. Ο Ταγματάρχης άπλωσε το χέρι του και το κοίταξε στο φως. Ήταν λευκό, λιγάκι ζαρωμένο, με αραιές κόκκινες τριχούλες στους κόμπους των δαχτύλων και κάτω απ’ το χλομό του δέρμα μπορούσε να διακρίνει τις γαλάζιες φλεβίτσες που φούσκωναν δώθε-κείθε δίνοντάς του μιαν όψη γερασμένη. Τώρα που θα σήκωνε στους ώμους του το βάρος ολόκληρης της χώρας, έπρεπε να αρχίσει να προσέχει λιγάκι περισσότερο τη διατροφή του και να πάρει στα σοβαρά τα προειδοποιητικά μηνύματα που από καιρού εις καιρόν του έστελνε η καρδιά του. Η υγεία του Ηγέτη ήταν ζήτημα εθνικής σημασίας και δεν μπορούσε να παίρνει πια αψήφιστα τους πόνους και τις ενοχλήσεις. Έστρεψε ξανά την προσοχή του στο χέρι του που έμενε μετέωρο κάτω απ’ το ψυχρό ηλεκτρικό φως της λάμπας. Η βέρα γυάλιζε καθησυχαστικά, μια σφραγίδα νομιμότητας σε ένα γερασμένο, μα στιβαρό ακόμα χέρι. Ναι, θα τα κατάφερνε. Αν όχι εκείνος, τότε ποιος; Από το νου του πέρασαν στα γρήγορα τα ονόματα των συνεργατών του και μαζί με τα ονόματα η προϋπηρεσία του καθενός ξεχωριστά, η αξιολόγηση των ικανοτήτων, οι καταγεγραμμένες προθέσεις. Του ήταν όλοι πιστοί. Όλοι περίμεναν απ’ αυτόν ένα σήμα, ένα σινιάλο, να, ίσα να σηκώσει το τηλέφωνο και να σχηματίσει ένα νούμερο. Ήταν πια καιρός… Το χέρι του άρχισε να τρέμει κάτω απ’ το εξεταστικό του βλέμμα στέλνοντας σε όλο του το κορμί μιαν αναγουλιαστική αίσθηση αδυναμίας και φόβου. Βιάστηκε να το κρύψει στην τσέπη. Σηκώθηκε κι έπιασε να βηματίζει νευρικά πάνω-κάτω, πάνω-κάτω. Κάθε φορά που περνούσε μπροστά απ’ το μεγάλο ξύλινο γραφείο, χτυπούσε τη λεία επιφάνεια με τους κόμπους των δαχτύλων. Το ρολόι του τοίχου έδειχνε δύο παρά τέταρτο. Μέσα σ’ αυτά τα δεκαπέντε λεπτά έπρεπε να αποφασίσει για το μέλλον της χώρας. Ήταν φυσικό να νιώθει αγχωμένος, αναστατωμένος, ήταν φυσικό να ιδρώνει και να ασθμαίνει κάτω απ’ την ατσαλάκωτη στολή του. Έπρεπε να πάρει στα χέρια του τη μοίρα της πατρίδας του. Οι κυβερνήσεις των τελευταίων ετών συναγωνίζονταν η μια την άλλη σε οικονομικά ελλείμματα, κομπίνες και ελευθεριότητα. Η χώρα βυθίστηκε στο χάος, τα ταμεία άδειασαν, οι κυβερνώντες άνοιξαν τα θησαυροφυλάκια, βούτηξαν οι ίδιοι πρώτα όσα μπορούσαν κι ύστερα μοίρασαν στο λαό τα υπόλοιπα, για να τον μπουκώσουν, να κλείσουν τα στόματα, να διατηρήσουν την εξουσία τους, να δώσουν ένα τέλος στο χορό των διεκδικήσεων. H αντιπολίτευση ύψωνε τη φωνή της –είναι αλήθεια- και καταδίκαζε τη διαφθορά, μα αυτό ήταν το πιο ανησυχητικό απ’ όλα: αν στις επόμενες εκλογές έπαιρναν την εξουσία αυτοί οι κομμουνιστές κι άρχιζαν να μοιράζουν ελευθερίες και δικαιώματα ξεθεμελιώνοντας το κράτος; Α, αυτό δεν άντεχε ούτε να το σκεφτεί ο Ταγματάρχης. Είχε υποχρέωση να προλάβει το κακό. Ναι, χρειαζόταν ένα τίμιο, στιβαρό χέρι να επαναφέρει την τάξη. Τάξη… Όλα θα πήγαιναν καλά. Κοίταξε ξανά το ρολόι. Δέκα λεπτά ακόμα. Τάχυνε το βήμα του, λες κι έπρεπε να προλάβει να διανύσει συγκεκριμένη απόσταση μες σ’ αυτά τα δέκα λεπτά, όλη αυτήν την απόσταση που χώριζε τον απλό Ταγματάρχη απ’ την θέση του Ηγέτη και του Σωτήρα. Το σχέδιο ήταν άψογο. Η εκτέλεσή του απαιτούσε στρατιωτική πειθαρχία και ετοιμότητα. Είχε δυσκολευτεί πολύ να επιλέξει τα πρόσωπα που θα το έφερναν εις πέρας. Τώρα όλα ήταν έτοιμα. Ένας καλοστημένος μηχανισμός που περίμενε μονάχα το πάτημα ενός κουμπιού για να τεθεί σε λειτουργία. Ο μόνος κίνδυνος για το σχέδιό του μπορούσε να προέλθει απ’ την αταξία, απ’ αυτό το χάος, που εκτός απ’ τη δημόσια, καθόριζε και την ιδιωτική ζωή των κυβερνώντων. Αν ο Πρόεδρος ήταν ήδη στο κρεβάτι του, αν ο Γενικός Γραμματέας ξενυχτούσε κι απόψε με την ερωμένη του, αν όλοι οι Υπουργοί είχαν ακολουθήσει το καθιερωμένο τους πρόγραμμα, τότε όλα θα πήγαιναν καλά. Αν όμως αποφασιζόταν μια έκτακτη σύγκληση της Επιτροπής, τότε όλα θα ανατρέπονταν. Και γι’ αυτούς τους χαραμοφάηδες τίποτα δεν ήταν σταθερότερο απ’ το έκτακτο. Τον ανησυχούσε ακόμα ο αρχηγός της αντιπολίτευσης, που συνήθιζε να επισκέπτεται που και που τα βράδια φίλους του, σαν απλός πολίτης, και να μπεκρολογάει ευκαιρίας δοθείσης από δω κι από κει με το λαουτζίκο. Φυσικά παρακολουθούσαν το τηλέφωνό του, φυσικά και ήξεραν ποιους θα επισκεπτόταν απόψε, αλλά υπήρχε φόβος να χρειαστεί να «φάνε» και κάμποσους πολίτες μαζί με αυτή τη λέρα. Όχι που τον ένοιαζε, δηλαδή, τον Ταγματάρχη, αλλά όσο να ’ναι ο θάνατος απλών πολιτών μπορούσε να προκαλέσει άσχημες εντυπώσεις, τόσο στο εσωτερικό, όσο –κι αυτό ήταν που τον βασάνιζε- στο εξωτερικό της χώρας. Κι εκεί τα πράγματα δεν ήταν ακόμη καθόλου ξεκάθαρα… Βέβαια, είχε δώσει σαφείς οδηγίες: σε περίπτωση «ατυχήματος» έπρεπε να εξαφανιστεί κάθε ίχνος. Το είχε τονίσει αυτό στον υπεύθυνο Λοχία κι είχε κάθε λόγο να τον εμπιστεύεται πως θα τηρούσε κατά γράμμα τις εντολές. Όχι, δεν έπρεπε να ανησυχεί τόσο. Σιδηρά πειθαρχία. Σιδηρά πειθαρχία και τάξις. Ήξερε εκείνος να τους στρώσει για τα καλά. Από παιδί είχε καταφέρει να στριμώξει σώμα και ψυχή στο καλούπι της πειθαρχίας, με τη βοήθεια γονέων και δασκάλων. Αν κλείσει τα μάτια μπορεί ακόμα να δει μπροστά του την ξύλινη κουτάλα που έπεφτε με φόρα πάνω στους κόμπους των δαχτύλων του για κάθε άπρεπη πράξη, μπορεί ακόμα να θυμηθεί τη γεύση της σόλας του παπουτσιού της Μητέρας που τον ανάγκαζε να πέφτει στα τέσσερα και να τη γλείφει ως τιμωρία για κάθε άπρεπη κουβέντα. Κι αν φορούσε τις παντόφλες του σπιτιού, τότε η γλώσσα του μάζευε μονάχα την παγωμένη σκόνη απ’ το φθαρμένο σολόδερμα και κάπως κατάφερνε να συγκρατήσει την αηδία του. Αν όμως τύχαινε να γυρίζει απ’ έξω… Οτιδήποτε μπορούσε να ’χει πατήσει εκεί έξω η Μητερούλα, από λάσπες και χώματα μέχρι ακαθαρσίες σκύλων ή κουτσουλιές απ’ τα περιστέρια της πλατείας - καθόλου δεν πρόσεχε που πατούσε η ευλογημένη γυναίκα. Γι’ αυτό κι εκείνος μισούσε τόσο τα περιστέρια κι απολάμβανε να τα πνίγει με τα ίδια του τα χέρια συστρέφοντας αργά αργά τον μικρούτσικο λαιμό τους ως να ακούσει το «κρακ» και να νιώσει το άψυχο σώμα να κοκαλώνει στις παλάμες του. Μισούσε και τα σκυλιά. Απολάμβανε να τα βασανίζει, να τους κόβει τις ουρές, τα αυτιά, να τους βγάζει τα μάτια. Επειδή όμως τα φοβόταν κιόλας, έβαζε χέρι μονάχα στα άρρωστα και στα ηλίθια κουτάβια που δεν μπορούσαν να του χιμήξουν, ούτε να τρέξουν μακριά του να σωθούν. Και τη Μητερούλα τη μισούσε για όλον εκείνο τον πόνο, για όλη την αηδία και τους εξευτελισμούς στους οποίους τον υπέβαλλε και συχνά φανταζόταν διάφορους τρόπους εξόντωσής της. Τι νόμιζε πως ήταν στο κάτω κάτω εκείνη η γυναίκα; Μια αμόρφωτη χωριάτισσα με προίκα, που τη γνώρισε ο πατέρας του τον καιρό που υπηρετούσε στην επαρχία. Έτσι έγινε η «κυρία του λοχαγού», έτσι ήρθε στην πρωτεύουσα, βρέθηκε να ζει ως αστή και να ξεδίνει για όλη την καταπίεση που είχε υποστεί ως κόρη στον δικό της γιο, τον καρπό μιας καθωσπρέπει συνεύρεσης, δίχως έρωτα. Και τον Πατέρα τον περιφρονούσε για την αβουλία του, δεν μπορούσε να του συγχωρήσει πως τον άφηνε να βασανίζεται στα χέρια εκείνης της άκαρδης γυναίκας. Αξιωματικός του στρατού σαν κι αυτούς που διακωμωδούσαν τα περιοδικά με τις ασπρόμαυρες γελοιογραφίες: σκληρός με τους φαντάρους, φόβος και τρόμος στο στράτευμα, αλλά υποταγμένος πλήρως στην πνιγηρή οργή της ανικανοποίητης γυναίκας του. Πού να φανταζόταν ο Ταγματάρχης ότι ίσα ίσα αυτή η σκληρή του εκπαίδευση θα τον οδηγούσε τόσα χρόνια αργότερα στη Δόξα! Είχε φυτέψει μέσα του το σπόρο της υπακοής, της κοσμιότητας, της πειθαρχίας η Μητερούλα – άθελά της και εν αγνοία της, τον είχε ατσαλώσει, ναι! Να μην ξεχνάμε και το σχολείο, βέβαια! Οι δάσκαλοι εκείνα τα χρόνια ήξεραν να καθαίρουν τις ψυχές από τα δαιμόνια. Εκείνος ο τρόμος στη θέα της μακριάς βέργας, η παγωμένη ανατριχίλα απ’ το άγγιγμα του ψαλιδιού στο σβέρκο, η ατίμωση απ’ όλα τα χαστούκια, πόσο καλό αλήθεια του είχαν κάνει! Διαποτίστηκε ολόκληρος από πειθαρχία, απέκτησε θέληση ατσαλένια και ακλόνητη αίσθηση του καθήκοντος. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να τον εκτιμήσουν αργότερα κι οι ανώτεροί του στο στράτευμα. Κανείς δεν ήταν τόσο σκληρός, τόσο πρόθυμος στην εκτέλεση διαταγών, τόσο άκαμπτος στην εφαρμογή των ποινών! Ο θεός να αναπαύει την ψυχή της Μητερούλας και να ευλογεί τους δασκάλους. Η επίπονη εκπαίδευσή του τώρα θα απέβαινε προς όφελος της χώρας. Ο θεός ήταν μαζί του. Οι προσευχές του, οι προσευχές του λαού θα εισακούονταν. Έστρεψε το βλέμμα του στην εικόνα του Εσταυρωμένου που κρεμόταν πίσω απ’ το γραφείο και πήρε κουράγιο. Με πόση γλύκα τον κοιτούσε ο Παντοδύναμος! Θαρρείς και δάκρυζαν τα μάτια του από συγκίνηση πάνω στο σταυρό βλέποντας το τέκνο του να μπαίνει στον Μεγάλο Αγώνα για την υπεράσπιση των ιερών και των οσίων. Ο Ταγματάρχης σταυροκοπήθηκε ευλαβικά και ζήτησε νοερά την ευλογία Του. Η ματιά του έπεσε ξανά στο ρολόι. Έμενε μονάχα ένα λεπτό ως να φτάσει ο μεγάλος δείχτης στο δύο. Όλα θα πήγαιναν κατ’ ευχήν. Σήκωσε το ακουστικό, ο μηχανισμός μπήκε σε λειτουργία. Το χέρι του δεν έτρεμε πια.

Δεν υπάρχουν σχόλια: