Κυριακή 27 Μαΐου 2012

Επαναστάσεις, Κεφάλαιο 1ο, μέρος θ΄

Μετά το θάνατο της Ρόζας την Προεδρική κατοικία την τύλιξε βαθύ πένθος και το νου του Προέδρου το μαύρο σκοτάδι, που ’ναι βαρύτερο και πιο πηχτό απ’ το πένθος και που μπορεί να θολώσει και τη διαυγέστερη κρίση, πόσο μάλλον την κρίση ενός γερασμένου Ηγέτη, που παρ’ όλη την αναμορφωτική του προσπάθεια βλέπει ότι η κοινωνία δε διορθώνεται και πάνω απ’ όλα: οι γυναίκες ήταν, είναι και θα είναι πουτάνες, ακόμα κι αυτές που ευωδιάζουν μες στον ύπνο τους άρωμα γαρδένιας – αυτές πολύ περισσότερο! Πέρασαν κάμποσες μέρες πριν να είναι και πάλι σε θέση να ασχοληθεί με τα κυβερνητικά του καθήκοντα και όταν πήρε ξανά στα χέρια του τις υποθέσεις του κράτους, το έκανε ανόρεχτα και νυσταγμένα, αφήνοντας μεγάλες δικαιοδοσίες στο δεξί του χέρι, τον κ. Ταγματάρχη. Ο ίδιος προσωπικά είχε διάθεση να ασχοληθεί μονάχα με θέματα υψίστης σημασίας, που είχαν να κάνουν με την οριστική προσπάθεια απαλλαγής αυτής της κοινωνίας απ’ τη διαφθορά. Έχοντας κάψει ο ίδιος τη γούνα του στη φωτιά του έρωτα, πίστεψε πως απ’ αυτόν πηγάζουν τα μεγαλύτερα δεινά για μια κοινωνία και πως, αν υπήρχε τρόπος να απαγορευτεί το να ερωτεύονται οι πολίτες, όλα τα προβλήματα θα λύνονταν ως διά μαγείας κι όλες οι μελλοντικές γενιές θα τον ευγνωμονούσαν συνειδητοποιώντας από τι ζυγό τις είχε απαλλάξει. Ήξερε όμως, το διάβαζε μέσα του τα βράδια που κοιμόταν κατάχαμα στην προεδρική κρεβατοκάμαρα, μη μπορώντας να αντέξει την παγωνιά του διπλού κρεβατιού και την ανάμνηση της σκοτωμένης Ρόζας κάτω απ’ το γυμνό σώμα του εραστή της πάνω σε εκείνο το ίδιο κρεβάτι, ένιωθε βαθιά μέσα του, στους χαλαρωμένους μυώνες του, στο πονεμένο του υπογάστριο, στα τριξίματα των αρθρώσεων, στο αραιωμένο του αίμα, ένιωθε πως ο έρωτας δεν μπορούσε να απαγορευτεί, γιατί, αν απαγορευόταν, θα δυνάμωνε, θα αποκτούσε διαστάσεις Τιτάνα και θα έμπλεκε στα δίχτυα του ακόμα κι εκείνους που ως τότε του είχαν διαφύγει, θα απλωνόταν πάνω απ’ την πολιτεία του σαν τεράστιο εξωτικό φυτό με γιγάντιες ρίζες και θα σκίαζε κάτω απ’ τις άνομες φυλλωσιές του κάθε καρδιά –περισσότερο ή λιγότερο τρυφερή-, κάθε σώμα –περισσότερο ή λιγότερο νέο-, κάθε σκέψη –,περισσότερο ή λιγότερο νωθρή. Αφού εκείνος είχε νικηθεί, όλοι θα νικιόνταν. Αφού εκείνος είχε τυφλωθεί, όλοι μπορούσαν να τυφλωθούν. Ένα απ’ τα βράδια της αγρύπνιας του αποφάσισε πως η λύση βρισκόταν αλλού κι αν δεν ήταν ριζική, ήταν τουλάχιστον μια κάποια λύση. Η ξαφνική του έμπνευση τον οδήγησε να εκδώσει την επομένη κιόλας μέρα ένα διάταγμα που ξάφνιασε ακόμα και τους πιο στενούς του συνεργάτες και προκάλεσε μεγάλο κύμα διαμαρτυριών στο λαό. Σύμφωνα με αυτό όλες οι μαθήτριες της χώρας έπρεπε να εξεταστούν από γιατρούς, ώστε να πιστοποιηθεί η αγνότητά τους. Όσες είχαν διαπράξει το μέγα σφάλμα θα αποβάλλονταν αμέσως από όλα τα δημόσια σχολεία, ενώ οι υπόλοιπες θα μπορούσαν να τελειώσουν τη μαθητεία τους με τακτικούς ιατρικούς ελέγχους μέχρι την αποφοίτηση κι, εφ’ όσον το επιθυμούσαν, να συνεχίσουν τις σπουδές τους στο Πανεπιστήμιο. Οι δρόμοι της επαγγελματικής εκπαίδευσης θα έμεναν κλειστοί για τις κοπέλες που είχαν υποπέσει στο αμάρτημα του έρωτα κι όταν κάποιος συνεργάτης επεσήμανε αυτήν την παράμετρο στον κ. Στρατηγό, εκείνος απάντησε ανενδοίαστα: «Ας γίνουν πουτάνες!» Ο καθένας μπορεί εύκολα να φανταστεί τα οικογενειακά δράματα που ακολούθησαν τις επόμενες μέρες, όταν οι πρώτοι γιατροί στάλθηκαν στα δημόσια σχολεία της πρωτεύουσας. Οι μαθήτριες των μεγαλυτέρων τάξεων είχαν ανατραφεί κάτω από ένα εντελώς διαφορετικό καθεστώς, στο οποίο είχαν διδαχθεί πως δεν υπάρχει τίποτα επιλήψιμο στη σαρκική επαφή. Αντιθέτως, τα προηγούμενα χρόνια ήταν μάλλον ντροπή το να παραδεχτεί μια κοπέλα την παρθενία της, κι έτσι πολλές την ξεφορτώνονταν στην πρώτη ευκαιρία, δίχως να τους περνά απ’ το νου πως έτσι ξεφορτώνονταν άπαξ και διά παντός και κάθε δυνατότητα αξιοπρεπούς επαγγελματικής αποκατάστασης. Κάμποσες τελειόφοιτες αποπειράθηκαν να αυτοκτονήσουν εκείνες τις μέρες –κυρίως οι καλές μαθήτριες-, κάμποσες τα κατάφεραν αργότερα κι οι γυναικολόγοι έκαναν χρυσές δουλειές σε παράνομα ιατρεία, όπου εξασκούσαν και πάλι μια παλιά ξεχασμένη τεχνική, που είχε σώσει και στο παρελθόν πλήθος γυναικών από τον δημόσιο εξευτελισμό: την παρθενορραφή. Παρ’ όλα αυτά η πλειονότητα των μαθητριών των μεγαλυτέρων τάξεων και κάμποσα κορίτσια απ’ τις μικρότερες τάξεις είδαν εκείνον τον καιρό τις πόρτες των σχολείων να κλείνουν πίσω τους οριστικά και αμετάκλητα.
Ο Ταγματάρχης που εδώ και καιρό ανησυχούσε για την πνευματική υγεία του κ. Στρατηγού αποφάσισε πως είχε έρθει ο καιρός να κάνει κάτι, κάτι που θα εμπόδιζε την συνολική καταστροφή, απόφαση που εδραιώθηκε μέσα του μετά την ανακοίνωση του επομένου κυβερνητικού διατάγματος, που, όπως και το πρώτο, έπιασε στον ύπνο ολόκληρο το κυβερνητικό επιτελείο. Με αυτό ο Ηγέτης ανακοίνωνε ότι στο εξής δε θα χορηγούνταν άδειες γάμου σε όλες εκείνες που στο παρελθόν είχαν συμμετάσχει σε διαγωνισμούς ομορφιάς, ασχέτως με το αν είχαν κερδίσει ή όχι κάποιον τίτλο, καθώς και σε όλες τις γυναίκες που είχαν τις απαγορευμένες αναλογίες 90-50-90 με απόκλιση πέντε εκατοστών πάνω κάτω και ύψος πάνω από ένα μέτρο και εβδομήντα πέντε εκατοστά. Κάμποσες νύφες έμειναν με τα νυφικά στο χέρι καθώς ο νόμος είχε και αναδρομική ισχύ για όσους είχαν βγάλει τις άδειες γάμου το τελευταίο τρίμηνο και κάμποσες άλλες άρχισαν να τρώνε μανιωδώς, παλεύοντας να απαλλαγούν από τις θελκτικές τους αναλογίες, που γίνονταν τώρα εμπόδιο στην οικογενειακή τους ευτυχία. Τα τακούνια καταργήθηκαν και μεγάλα στοκ εμπορευμάτων έμειναν απούλητα στις αποθήκες, πράγμα που προκάλεσε την αντίδραση των εμπόρων. Όμως ο Στρατηγός έμεινε αμετάπειστος. Αμετάπειστος ο Στρατηγός, άναυδος ο Ταγματάρχης, που εκτός όλων των άλλων είχε να αντιμετωπίσει και τον συνεχώς αυξανόμενο κίνδυνο των ανταρτών, που ήδη πολιορκούσαν την πρωτεύουσα και δεν έδειχναν κανένα σημάδι υποχώρησης, παρ’ όλες τις συντονισμένες ενέργειες του στρατού. Ο νέος ταλαντούχος πολιτικός έβλεπε πως ο Ηγέτης τα ’χε πια εντελώς χαμένα, πως ο τρόπος με τον οποίο επέλυε τα προβλήματά του με τις γυναίκες αποδεικνυόταν καταστροφικός για το καθεστώς, καθώς τα τελευταία του διατάγματα είχαν προκαλέσει μεγάλες αντιδράσεις και στους οικονομικά ισχυρούς κύκλους, που ως τότε στήριζαν ανεπιφύλακτα την Επανάσταση, μα τώρα απειλούσαν πως όχι πια, πως δε θα έδιναν δεκάρα στο εξής για έναν ξεμωραμένο, ξοφλημένο παππού, που άλλη δουλειά δεν έκανε από το να χώνει την κυβερνητική του μύτη στις κιλότες των κοριτσιών ψάχνοντας εκεί -και μονάχα εκεί- για εχθρούς του κράτους, την ώρα που οι αντάρτες λυμαίνονταν την επαρχία και απειλούσαν την πρωτεύουσα, την ώρα που η Αντίσταση οργανωνόταν και στο εξωτερικό και η χώρα δεχόταν πιέσεις απ’ όλες τις πλευρές, την ώρα που οι ίδιοι έχαναν μεγάλα κεφάλαια λόγω της επισφαλούς πολιτικής κατάστασης, και όχι, κύριοι, αυτό δεν μπορούσαν άλλο να το ανεχθούν. Με κάποιον τρόπο έπρεπε να επέλθει η γαλήνη στη χώρα, με κάποιον τρόπο έπρεπε να απαλλαγούν από τον διεστραμμένο γεροξεκούτη, πριν τον συντρίψουν οι αντάρτες και αναλάβουν εκείνοι τη διακυβέρνηση, καταστρέφοντας μια κι έξω κάθε ελπίδα οικονομικής ανάκαμψης και ήρεμου πολιτικού βίου. Ο Ταγματάρχης, που είχε πάρει από καιρό το μήνυμα, αποφάσισε τώρα πως κάτι έπρεπε να γίνει το συντομότερο για το καλό της χώρας. *** Τη βραδιά που δολοφονήθηκε ο Στρατηγός, η ομάδα της Σάρας είχε φτάσει στους λόφους που κύκλωναν την πρωτεύουσα από τα δυτικά κι είχε στρατοπεδεύσει πρόχειρα σε ένα εγκαταλελειμμένο εργοστάσιο, που βρισκόταν αρκετά μακριά από την κατοικημένη περιοχή. Στόχος τους ήταν να εισβάλουν μυστικά στην πόλη και να κατευθυνθούν στο κτίριο της Ραδιοτηλεόρασης, όπου θα συναντιόνταν στις τέσσερις τα χαράματα και με άλλες ένοπλες ομάδες και θα επιχειρούσαν την έφοδο, για να μεταδώσουν το πρώτο ελεύθερο μήνυμα στο λαό, ύστερα από χρόνια κακόγουστων τηλεπαιχνιδιών, καουμπόικων ταινιών, μουσικών διαλειμμάτων και κυβερνητικών διαγγελμάτων. Ύστερα από λίγες ώρες ξεκούρασης, άρχισαν να κατεβαίνουν σιγά σιγά προς την πόλη. Η Σάρα αισθανόταν μια παράξενη συγκίνηση, που αυξανόταν ολοένα και περισσότερο, όσο η ίδια κι οι σύντροφοί της χώνονταν ολοένα και πιο βαθιά στους έρημους κακοφωτισμένους δρόμους εκείνης της δυτικής συνοικίας, όπου παλιά ερχόταν τις Κυριακές με τα παιδιά και τον Μάρκο για να περάσουν λίγες ώρες σε ένα υπαίθριο καφέ ή για να επισκεφτούν κάποιους μακρινούς συγγενείς απ’ την πλευρά του άντρα της, που είχαν μετακομίσει πριν από λίγα χρόνια απ’ το νησί τους στην πρωτεύουσα. Εκείνες οι Κυριακές, οι λιγάκι βαρετές και μουχλιασμένες από συζυγική γαλήνη, της φαίνονταν ετούτη τη νύχτα σαν το ομορφότερο κομμάτι της περασμένης της ζωής κι απορούσε πως τόσο καιρό τις είχε λησμονήσει. Περπατούσαν τοίχο τοίχο και σε σειρά, καμιά εικοσαριά άνθρωποι με τα όπλα στο χέρι, άντρες και γυναίκες απ’ όλα τα μέρη της χώρας, που είχαν βρεθεί σ’ ετούτα τα σοκάκια ύστερα από χρόνια περιπλάνησης και μαχών στα βουνά, αποφασισμένοι όλοι να νικήσουν ή να πεθάνουν, άνθρωποι που είχαν θάψει το παρελθόν τιμητικά και θυσίαζαν το παρόν στην ελπίδα ενός καλύτερου αύριο. Ήξεραν πως οι δρόμοι θα ήταν έρημοι, ήξεραν πως οι περιπολίες τις νύχτες είχαν λιγοστέψει, ήξεραν πως ο Στρατηγός περνούσε τις τελευταίες του μέρες κι είχε ήδη χάσει τον έλεγχο κι όλο το παιχνίδι, αλλά η νυχτερινή ησυχία κι η απόλυτη ερημιά τούς παραξένευε. Σιγά σιγά κι όσο πλησίαζαν προς το κέντρο, άρχισαν να βαδίζουν πιο θαρρετά, δίχως να αποφεύγουν το φως απ’ τις ηλεκτρικές λάμπες, δίχως να σκουπίζουν με τις ράχες τους τους τοίχους, η Σάρα μάλιστα ξέφυγε για λίγο πιο μπροστά κι έπιασε να βαδίζει στη μέση του δρόμου, σαν να επέστρεφε στο σπίτι της ύστερα από νυχτερινή διασκέδαση, πράγμα που αναστάτωσε όλη την ομάδα, της οποίας η ίδια ήταν αρχηγός. Κάποιος έτρεξε και την έπιασε απ’ το
μανίκι. «Συντρόφισσα, θα μας δουν». Τον κοίταξε, τα μάτια της γυάλιζαν σα να ’χε πυρετό ή σαν να αγωνιζόταν να μην κλάψει. «Ποιοι θα μας δουν; Δε βλέπεις; Αργήσαμε». Ο νεαρός δεν καλοκατάλαβε τι ήθελε να του πει η Σάρα και την σεβόταν πολύ για να επιμείνει με ερωτήσεις και νουθεσίες. Ήταν λίγους μήνες μαζί τους στο βουνό, είχε πάρει μέρος σε μάχες με τον κυβερνητικό στρατό κι είχε δει εκείνη τη γυναίκα με το βαρύ σώμα και το ψηλό μέτωπο να αγωνίζεται σαν λέαινα, που γυρνώντας στη φωλιά της την είχε βρει λεηλατημένη απ’ τις ύαινες. Μα κι εκείνη δεν ήθελε να πει τίποτα περισσότερο, ούτε κι ήξερε ποια μυστικά μηνύματα την είχαν φτάσει και της αποκάλυψαν την πραγματικότητα, ούτε κι ήξερε πως είχε τέτοια διαισθητική ικανότητα, αφού όσες φορές κι αν είχε προσπαθήσει να στείλει τη σκέψη της στον Μάρκο ή να πάρει από κείνον κάποιον μήνυμα αυτά τα τελευταία χρόνια, τα μαγνητικά πεδία την άδειαζαν πάντα στο κενό. Κι όμως απόψε ήταν σίγουρη. Γι’ αυτό κι ήταν η μόνη που δεν παραξενεύτηκε όταν φτάνοντας στο οικοδομικό τετράγωνο όπου στεγαζόταν η Ραδιοτηλεόραση είδαν από μακριά κάποιους άλλους συντρόφους να κάθονται κατάχαμα στο πεζοδρόμιο με τα όπλα ανάμεσα στα γόνατα, ακριβώς κάτω από την κολόνα με το φως, θαρρείς και δεν τους ένοιαζε πια αν και ποιος θα τους έβλεπε. Ανάμεσά τους ήταν και κάποιοι πολίτες κι όσο περνούσε η ώρα μαζεύονταν κι άλλοι κι άλλοι, πολίτες κι αντάρτες που δε χρειαζόταν πια να παλέψουν για τίποτα, που δεν είχαν να καταλάβουν κανένα στόχο, που δεν τολμούσαν να πιστέψουν αυτό που ολοκάθαρα ανακοίνωναν τα ραδιόφωνα εδώ και μία ώρα: ο Στρατηγός ήταν νεκρός, δολοφονημένος από πρώην συνεργάτες του, οι οποίοι υπόσχονταν στο λαό να οδηγήσουν άμεσα τη χώρα σε δημοκρατικές εκλογές και καλούσαν τους αντάρτες να παραδώσουν τα όπλα σε ένδειξη καλής θέλησης, αφού εκείνοι, την ίδια κιόλας μέρα είχαν ανοίξει τις φυλακές και τις εξορίες ελευθερώνοντας όλους τους πολιτικούς κρατουμένους. Η Σάρα κάθισε κι αυτή στο πεζοδρόμιο πλάι στους συντρόφους της, μια γυναίκα έσκυψε και της έσφιξε τον ώμο. «Όλα πέρασαν πια. Είμαστε ελεύθεροι!» Εκείνη δεν μπορούσε να μιλήσει, το πρόσωπό της ήταν μουδιασμένο, δεν ήξερε αν έπρεπε να χαίρεται ή να λυπάται, μα περισσότερο λυπόταν κι όταν με το ξημέρωμα οι δρόμοι γέμισαν απ’ το αλλόφρων πλήθος που πανηγύριζε την αποκατάσταση της δημοκρατίας, εκείνη αποχωρίστηκε την ομάδα της με δυο κουβέντες: «Πάω να πάρω τα παιδιά μου. Αν με χρειαστείτε, ξέρετε που θα με βρείτε». *** Ο Πάολο συνάντησε τη Σάρα σε ένα σπίτι που έμοιαζε φάντασμα του παρελθόντος κι αν δεν τη γνώρισε αμέσως, δεν ήταν επειδή εκείνη είχε αλλάξει με τα χρόνια και με την άγρια ζωή στο βουνό, αλλά επειδή και πριν δεν την είχε δει πολλές φορές, παρά μόνο σε μια-δυο συγκεντρώσεις του κόμματος, στις οποίες ο Μάρκος είχε πείσει με τα πολλά τη γυναίκα του να τον συνοδέψει. Εκείνη την εποχή, όμως, ο Πάολο δεν έκανε καν παρέα με τον Μάρκο παρ’ όλο που δούλευαν στο ίδιο μαγαζί κι οπωσδήποτε δε φανταζόταν ότι σε εκείνον ανήκε η πλάτη που θα δεχόταν τη σφαίρα του δικού του θανάτου δίνοντάς του μιαν ανέλπιστη παράταση ζωής για πολλά πολλά χρόνια. Η αίσθηση πως κάθε μέρα της ζωής του ήταν κλεμμένη απ’ τις πρώιμα χαμένες μέρες του Μάρκου τον έκανε να μη βρίσκει ησυχία τον πρώτο καιρό της μεταπολίτευσης κι ολοένα να τριγυρίζει με το κουτσό του βάδισμα στην παλιά γειτονιά του συντρόφου του, παραφυλάγοντας να δει να ανοίγουν τα παράθυρα, να δει να ανάβει κάποιο φως, να δει να επιστρέφει η ζωή και μαζί με τη ζωή η Σάρα και τα παιδιά της. Είχε μάθει απ’ το κόμμα τη διεύθυνση κι από κει επίσης είχε μάθει πως η γυναίκα του νεκρού συντρόφου, που είχε διαπρέψει με το θάρρος της στον αγώνα κατά της δικτατορίας, είχε πάει στο χωριό της για να φέρει τα παιδιά της πίσω στο πατρικό σπίτι. Μετά από ένα μήνα ένα απόγευμα, ενώ έκανε τη συνηθισμένη πια βόλτα του έξω απ’ το χαμηλό σπίτι με τη ρημαγμένη αυλή και το χορταριασμένο κήπο, είδε μια γυναίκα να βγαίνει βαστώντας την πράσινη πλαστική λεκάνη της μπουγάδας. Είχε τα μαλλιά της κρυμμένα κάτω από ένα μαντίλι και τα μεγάλα χέρια της κινούνταν σαν πουλιά πάνω απ’ το σκοινί που άπλωνε τα ρούχα. Δεν τόλμησε να της μιλήσει. Στράφηκε κι έφυγε, αποφασισμένος να επιστρέψει ξανά αύριο κιόλας, και μεθαύριο, και παραμεθαύριο, μέχρι να βρει το κουράγιο να διαβεί το κατώφλι, να σταθεί μπροστά της και να της πει: «Είμαι ο Πάολο. Ο άντρας σας πέθανε για να με σώσει». Όμως όλες οι πρόβες του στον καθρέφτη πήγαν χαμένες, όταν δυο απογεύματα μετά κι ενώ πάλι στεκόταν σαν δαρμένος σκύλος έξω απ’ το σπίτι, η πόρτα άνοιξε, η Σάρα κατευθύνθηκε με σταθερό βήμα προς την εξώπορτα και στάθηκε απέναντί του. «Εσύ πρέπει να είσαι ο Πάολο. Έλα μέσα». Και πήγε. Τα παιδιά σκάλιζαν κάτι τετράδια σκυμμένα στο τραπέζι της κουζίνας κι ίσα που γύρισαν να ρίξουν μια ματιά στον ξένο. Κάθισε στον καναπέ δίχως να βγάλει το σακάκι του στριφογυρίζοντας όλη την ώρα το καπέλο του στα αμήχανα χέρια του. Τώρα που βρισκόταν εδώ, δεν ήξερε πια γιατί αυτή η επίσκεψη ήταν τόσο σημαντική, ούτε ποια ανάγκη τον είχε οδηγήσει σε αυτό το σπίτι. Κοίταζε τις σιωπηλές ράχες των παιδιών και περίμενε τη Σάρα που κάτι έφτιαχνε στον πάγκο της κουζίνας. Γύρισε κοντά του με ένα δίσκο με μεζέδες και μια καράφα κρασί με δυο ποτήρια. Πριν καθίσει πρόσταξε τα παιδιά να πάνε στο δωμάτιό τους, γιατί «κάτι είχε να συζητήσει με τον κύριο» κι εκείνα μάζεψαν τα τετράδια και τα μολύβια τους κι αποχώρησαν δίχως δεύτερη κουβέντα, σαν καλοεκπαιδευμένα μελαγχολικά στρατιωτάκια. «Και τώρα…Πες τα μου όλα. Απ’ την αρχή». Τα χέρια της έτρεμαν λιγάκι καθώς σήκωνε το ποτήρι με το κρασί κι όλη την ώρα που ο Πάολο μιλούσε δεν έβαλε στο στόμα της μπουκιά. Δεν είπε κουβέντα, δεν του έκανε καμία ερώτηση, δεν τον κοίταζε καν. Την ιστορία την είχε ξανακούσει από κάποιον άλλο σύντροφο του άντρα της, που είχε εκτοπιστεί στο ίδιο νησί, δε μάθαινε λοιπόν τίποτα καινούργιο, μα είχε εκείνη τη βασανιστική αίσθηση ικανοποίησης που ’χει κανείς όταν χώνει το δάχτυλο στην πληγή εμποδίζοντάς τη να κλείσει. Όταν ο Πάολο σώπασε, εκείνη και πάλι δεν είπε τίποτα και μονάχα ύστερα από κάμποση ώρα αμήχανης, βαριάς σιωπής, έσπρωξε προς τη μεριά του το δίσκο με το φαγητό. «Δεν κάνει να πίνεις με άδειο στομάχι. Πάρε κάτι». Εκείνος δεν πεινούσε, αλλά από ευγνωμοσύνη και μόνο ήταν ικανός να αδειάσει όλα τα πιάτα και να τα γυαλίσει με την ψίχα του ψωμιού. Κατέβασαν την καράφα με το κρασί ως τον πάτο, συζητώντας για άσχετα θέματα, για τις πολιτικές εξελίξεις, τις εκλογές που είχαν αναδείξει μια κυβέρνηση δήθεν κεντρώα, μα στην πραγματικότητα βαθιά συντηρητική κι η Σάρα του εξομολογήθηκε τη λύπη που ένιωσε εκείνο το βράδυ του θανάτου του Στρατηγού. «Δεν προλάβαμε», είπε. «Δυο μέρες να κρατούσε ακόμα, θα του έκοβα το λαρύγγι εγώ, με τα ίδια μου τα δόντια. Τώρα… Μόνοι τους τον ανεβάσανε, μόνοι τους τον φάγανε. Μας πήραν τα όπλα μες απ’ τα χέρια, όπως παίρνεις μια σακούλα καραμέλες από ’να παιδί. Τόσος αγώνας χαμένος…» Έφυγε γύρω στα μεσάνυχτα τρεκλίζοντας και ξεχνώντας να πάρει το καπέλο του, που, απ’ τη στιγμή που το ’χε αφήσει απ’ τα χέρια του για να πιάσει το ποτήρι, έμενε πλάι του στον καναπέ σαν υπάκουο ζωάκι. Κι αν έφυγε εκείνο το πρώτο βράδυ και δεν έμεινε κοντά της, όπως το λαχταρούσε, ήταν γιατί τόσο αυτός όσο κι εκείνη τρόμαξαν στην ιδέα του να ξαπλώσουν μαζί στο κρεβάτι, που τόσα χρόνια η Σάρα μοιραζόταν με τον Μάρκο. Επέστρεψε το επόμενο Σάββατο για να πάρει το καπέλο του κι ύστερα τη μεθεπόμενη Κυριακή, για να πάει τα παιδιά στο Λούνα-Παρκ. Μια νύχτα με πολύ κακό καιρό έκαναν έρωτα στον καναπέ, στα μουγκά, για να μην ξυπνήσουν τα παιδιά και την επόμενη εβδομάδα ο Πάολο ήρθε με μια βαλίτσα, για να μη φύγει ποτέ ξανά. Δεν παντρεύτηκαν ποτέ, η Σάρα συνέχισε να φοράει τη βέρα του Μάρκου κι ο Πάολο δεν είχε καμία αντίρρηση σε αυτό. Τρία χρόνια αργότερα κι ενώ κανένας απ’ τους δυο δεν το περίμενε, απέκτησαν ένα γιο που με κοινή συμφωνία τον ονόμασαν Μάρκο, σε ένδειξη ευγνωμοσύνης και σεβασμού στον άνθρωπο που κι οι δυο αγάπησαν, μα περισσότερο τους αγάπησε στα περασμένα χρόνια.

Δεν υπάρχουν σχόλια: