Τρίτη 29 Μαΐου 2012

Επαναστάσεις, Κεφάλαιο 2 - Μίστερ Τζι

Παρά τα όσα ισχυρίζονται οι σοφοί, ο λαός και διδάσκεται από την ιστορία του και μνήμη έχει τέτοια που να μην επαναλαμβάνει τα ίδια λάθη, τουλάχιστον όχι αμέσως μετά αφού μόλις τα έχει διαπράξει για πρώτη φορά. Κι αν αυτή η ικανότητα δεν αφορά όλους τους πολίτες ως σύνολο, αφορά οπωσδήποτε τον καθένα ξεχωριστά με αποτέλεσμα να παρατηρείται ένα άκρως ενδιαφέρον φαινόμενο: ενώ ο καθένας διδάσκεται από τα λάθη των γονιών του και φροντίζει ενστικτωδώς να μην τα επαναλάβει στη δική του ζωή, το σύνολο του πληθυσμού κατορθώνει με έναν μαγικό τρόπο να επαναλάβει ό,τι ακριβώς είχε συμβεί και στο παρελθόν, θαρρείς και το άθροισμα πολλών μικρών διαφορετικών ιστοριών έχει σαν αποτέλεσμα πάντα το ίδιο κοινό νούμερο…
Ο Μάρκο δεν ήταν επαναστάτης. Κι αν ο άντρας της μάνας του, ο συνονόματος, έγινε εξ ανάγκης επαναστάτης και θυσιάστηκε, εκείνος αποφάσισε από νωρίς να κρατηθεί μακριά από την πολιτική ζωή της χώρας, να μην αγγίξει ποτέ πολιτικό φυλλάδιο, να μην συμμετάσχει σε καμία πορεία διαμαρτυρίας, να μην ανοίξει άλλο βιβλίο από τα κόμικς που πουλούσαν στα περίπτερα. Ήρωάς του δεν ήταν ο πατέρας του, ο Πάολο με τα σακατεμένα απ’ τον καιρό της εξορίας πόδια, ούτε φυσικά η νευρωτική του μάνα, η Σάρα, η πρώην αντάρτισσα, που εκεί πάνω στα βουνά είχε φαίνεται ξεχάσει να ’ναι μάνα και γυναίκα κι είχε μετατρέψει την παιδική του ηλικία σε μια πραγματική κόλαση στρατιωτικής πειθαρχίας και αναγκαστικής συμμετοχής σε διάφορες επετείους μνήμης των πεσόντων στον αντιδικτατορικό αγώνα. Του είχε σπάσει κυριολεκτικά τα νεύρα! Τις Κυριακές που τα άλλα παιδιά βγαίνανε να παίξουνε στους δρόμους, η Σάρα έδενε ένα μαντήλι στο κεφάλι σαν χωριάτισσα περασμένων εποχών, έντυνε και τα παιδιά με τα καλά τους και τα πήγαινε εκδρομή στα πρώην στρατόπεδα και νυν Μουσεία Ιστορικής Μνήμης, έξω απ’ τους περιβόλους των φυλακών, σε όλες τις εκδηλώσεις που απέτειναν φόρο τιμής στους απολεσθέντες αγωνιστές κι ύστερα τάραζε τα απογεύματά τους με φριχτές διηγήσεις για βασανιστήρια και απίθανα μαρτύρια που γέμιζαν τις νύχτες τους με εφιάλτες, ακρωτηριασμένα πτώματα, απανθρακωμένα μέλη, χέρια δίχως νύχια, εξαρθρωμένες μασχάλες. Τα άλλα δυο αδέρφια του δεν διαμαρτύρονταν. Εκείνοι όλο και κάτι θυμούνταν απ’ τον ήρωα πατέρα τους, όλο και κάτι διατηρούσαν στη μνήμη από τα χρόνια της δικτατορίας κι αν τότε δεν καταλάβαιναν και πολλά κοντά στη μισότρελη γιαγιά τους, το γεγονός και μόνο ότι είχαν υποχρεωθεί να ζήσουν δύο χρόνια με τη γριά κι ο θάνατος του Μάρκο, τους έκανε τώρα να αισθάνονται πως είχαν συμμετάσχει στον αγώνα προσωπικά κατά κάποιον τρόπο κι αυτό το ηρωικό παρελθόν τους αφορούσε. Εκείνον όμως; Εκείνον, όχι, δεν τον αφορούσε κι ούτε ήθελε να τον αφορούν μουχλιασμένα κιτάπια με φωτογραφίες κι ανόητα παράσημα που είχαν πληρωθεί με αίμα και βλακεία. Ήρωάς του δεν ήταν κανένας από αυτούς τους κακομοίρηδες αντιστασιακούς που η κακιά τους μοίρα το ’φερε να μπλεχτούν σε μια ηλίθια μάχη με το τίποτα και να δώσουν την ίδια τους τη ζωή για κάτι τόσο κενό και άνοστο όπως η ελευθερία. Δικός του ήρωας ήταν ο Μίστερ Τζι, ο σούπερ κατάσκοπος των εβδομαδιαίων κόμικς, αυτός που είχε στη διάθεσή του κάθε είδους απίστευτο μηχάνημα νέας τεχνολογίας, ένα αυτοκίνητο που πετούσε στον αέρα και έπλεε στη θάλασσα, μια φωτογραφική μηχανή με ακτίνες Χ που φωτογράφιζε και πίσω από τοίχους, ένα δικό του, ολόδικό του αεροπλάνο και όπλα που μπορούσαν να εξολοθρεύσουν έναν ολόκληρο στρατό αντιπάλων. Αυτός ήταν ήρωας! Φορούσε πάντα γκρίζο γυαλιστερό κουστούμι και μαύρα γυαλιά, λουστρίνι παπούτσι και άψογη γραβάτα, είχε μαύρα πυκνά μαλλιά κι οι γυναίκες τρελαίνονταν για ένα μονάχα βλέμμα του. Ο Μάρκος έτρεχε κάθε Πέμπτη μετά το σχολείο στο περίπτερο κρατώντας σφιχτά στην παλάμη τα χρήματα που είχε καταφέρει με κάποιον τρόπο να βουτήξει απ’ τη μάνα του ή απ’ το πορτοφόλι του πατέρα του κι είχε μόνο μία αγωνία: μην είχε κιόλας εξαντληθεί το καινούργιο τεύχος. Όταν το έπαιρνε επιτέλους στα χέρια του, δεν το ξεφύλλιζε ποτέ στο δρόμο, το έκρυβε ανάμεσα στα σχολικά βιβλία και περίμενε την ώρα που θα βρισκόταν μόνος στο δωμάτιό του, για να μπορέσει να γευτεί την αγωνία της νέας περιπέτειας.
Μια Κυριακή, επιστρέφοντας από μια υποχρεωτική επίσκεψη στη «γιαγιά» με τον «μπαμπά», βίωσε για πρώτη φορά τη βασανιστική αίσθηση της άδικης απώλειας και της βαθιάς οργής, όταν συνειδητοποίησε ότι το ράφι της βιβλιοθήκης του, όπου καιρό τώρα μάζευε ένα ένα όλα τα τεύχη με τις περιπέτειες του Μίστερ Τζι, ήταν άδειο. Η μάνα του τα είχε πετάξει, είχε πετάξει όλες αυτές τις «συντηρητικές αηδίες που του θόλωναν την κρίση και του αποσπούσαν την προσοχή από τα μαθήματά του», όλα εκείνα τα «πεταμένα λεφτά» βρέθηκαν «εκεί που ήταν η θέση τους: στα σκουπίδια» κι ο Μάρκος, προγονός του νεκρού Μάρκου και του ζωντανού Πάολο κατάλαβε για πρώτη φορά στη ζωή του μιας κι εξαρχής δύο πράγματα: ότι μισούσε τη μάνα του κι ότι ήταν μόνος. Παραδόξως δεν έκλαψε εκείνο το απόγευμα, δεν διαμαρτυρήθηκε, δεν είπε κουβέντα. Την επόμενη Πέμπτη πήγε ξανά στο περίπτερο, αγόρασε το καινούργιο τεύχος, βρήκε καινούργια κρυψώνα για τον ήρωά του κι όλα φάνηκαν να επιστρέφουν στην προηγούμενη γαλήνη. Μέχρι εκείνη τη μέρα που η Σάρα πήγε για χιλιοστή διακοσιοστή πρώτη φορά να ανοίξει το κουτί με τις φωτογραφίες του Μάρκο, του ήρωα, από εκείνα τα περασμένα χρόνια, και το βρήκε άδειο. Τα παιδιά έλειπαν απ’ το σπίτι κι ήταν ο Πάολο εκείνος που παρακολούθησε την σκηνή υστερίας, που άκουσε όλες τις απειλές για το γιο τους, όλα εκείνα τα φοβερά «θα», όλες τις κατάρες και τις ευφάνταστες τιμωρίες και δεν προσπάθησε ούτε μια στιγμή να την διακόψει ή να δικαιολογήσει τη συμπεριφορά του μικρού, που βαθιά μέσα του ήταν απόλυτα δικαιολογημένη. Φυσικά ούτε αυτό τόλμησε να πει. Όταν τα παιδιά γύρισαν στο σπίτι, η Σάρα αρκέστηκε να πετάξει στο κεφάλι του Μάρκο το άδειο κουτί και δυο βαριές κουβέντες: «η κατάρα του πάνω σου». Το βράδυ, πεσμένη μπρούμυτα στο μαξιλάρι και μουσκεύοντας με φρέσκα δάκρυα την παλιά βαμβακερή μαξιλαροθήκη συνειδητοποίησε κι εκείνη δυο πράγματα: ότι η αντεκδίκηση ήταν δίκαιη κι ότι είχε χάσει το γιο της για πάντα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: