Κυριακή 20 Μαΐου 2012

Επαναστάσεις, Κεφάλαιο 1ο, μέρος ζ΄ - Η Ρόζα

Η Ρόζα προερχόταν από μια οικογένεια φτωχή. Ο πατέρας της ήταν κατώτερος δημόσιος υπάλληλος κι ο πενιχρός μισθός του σπανίως επαρκούσε για τις ανάγκες της οικογένειας και τις απαιτήσεις της συζύγου του, που δεν ήταν και λίγες. Συνήθως εξανεμιζόταν στο πρώτο εικοσαήμερο κι ο υπόλοιπος μήνας καλυπτόταν με δάνεια και προκαταβολές, πράγμα που έκανε τον δύστυχο άνθρωπο να χάσει τα μαλλιά του, πριν προλάβουν να ασπρίσουν, και να αποκτήσει από τα σαράντα του έλκος στομάχου και ημικρανίες. Η μητέρα της Ρόζας καταγόταν από αριστοκρατικό τζάκι της πρωτεύουσας, το οποίο όμως είχε ξεπέσει εδώ και χρόνια κι από τα παλιά μεγαλεία το μόνο που είχε απομείνει ήταν λίγος αέρας παραπάνω στα μυαλά της και μια ιδιαίτερη κλίση προς την πολυτέλεια, που όμως έμενε ανικανοποίητη. Τόσο τον αριστοκρατικό αέρα όσο και την κλίμακα αξιών της είχε φροντίσει από νωρίς να τα μεταδώσει στη μοναχοκόρη της, έτσι που μάνα και κόρη ευθύνονταν από κοινού για το πονεμένο καραφλό κεφάλι του πατέρα. Η Ρόζα ήταν ένα πλάσμα κατά βάση αγαθό και καλοπροαίρετο κι αν θα μπορούσε κανείς να της προσάψει κάποιο μειονέκτημα, θα ήταν ακριβώς αυτή της η αγαθοσύνη. Στο σχολείο δεν τα πήγαινε καλά, τα μολύβια και τα βιβλία δε στέριωναν στα λευκά της χέρια, ο πίνακας γλιστρούσε μπροστά απ’ τα μάτια της και χανόταν, αφήνοντας στη θέση του αλλόκοτα τοπία, πουλιά λευκά και πεταλούδες, καραβάκια κι ανεμώνες που θέριευαν νικώντας και τον πιο επίμονο δάσκαλο. Δεν την τιμωρούσαν ποτέ. Κανείς δεν τολμούσε να απλώσει χέρι πάνω της, οι επιπλήξεις μούδιαζαν αμήχανες στα στόματα των καθηγητών κι ο θυμός τους εξανεμιζόταν κάθε που αντίκριζαν το αγαλματένιο της πρόσωπο μ’ όλη την αθωότητα του κόσμου ζωγραφισμένη πάνω του. Δεν παρίστανε την αθώα. Ήταν αθώα. Ήταν αθώα και αφελής σε απίθανο βαθμό κι αυτό αφόπλιζε ακόμα κι εκείνους που αντιστέκονταν στη θέα της ομορφιάς της. Τα μαθητικά της χρόνια πέρασαν δίχως η ίδια να το καταλάβει κι όταν ήρθε ο καιρός αποφοίτησε με ένα αξιοπρεπές απολυτήριο, που σε καμία περίπτωση δεν καθρέφτιζε αντικειμενικά τις γνώσεις ή τις ικανότητές της, παρά πολύ περισσότερο την αδυναμία των αρρένων και όχι μόνο καθηγητών να σταθούν απέναντί της αμερόληπτοι.
Στα δεκαοχτώ της ήταν απίστευτα όμορφη, πιο όμορφη από ποτέ, με τα πυκνά σγουρόξανθα μαλλιά της να κυματίζουν ως χαμηλά στην πλάτη, με το σταρένιο δέρμα της που χρύσιζε στον ήλιο, με τα μαύρα μάτια της ίδια λίμνες απύθμενες, που η θωριά τους σου έκοβε την ανάσα. Όλα τα αρσενικά ήθελαν να βουτήξουν σε εκείνες τις λίμνες, να πνιγούν στο βλέμμα της, να μη γνωρίσουν άλλο θάνατο απ’ αυτόν. Κι εκείνη ανίδεη για τον πανικό που προκαλούσε, περνούσε ανάμεσα απ’ τους ανθρώπους, τα όνειρα και τους εφιάλτες τους με περπάτημα γαζέλας, σκορπώντας τριγύρω της μιαν ευδιάκριτη μεθυστική μυρωδιά γαρδένιας που αποτέλειωνε τα θύματά της. Ο Στρατηγός, τόσο πριν όσο και μετά το γάμο τους, πέρασε κάμποσα βράδια οσφραινόμενος εκείνο το σώμα, τα μαλλιά της, αγωνιώντας να ανακαλύψει την πηγή, την ουσία εκείνου του αρώματος, και κάθε φορά που έσκυβε από πάνω της κι έχωνε τη μύτη του σε κάθε απίθανη γωνιά του κορμιού της ένιωθε την ανάγκη να προσευχηθεί. Αυτό ήταν θαύμα, ήταν δώρο Θεού, μυστήριο ανεξιχνίαστο που τον γέμιζε ευλάβεια και πόθο συνάμα, που έκανε τα χέρια του να λύνονται, τα πόδια του να μην τον βαστάνε και την ψυχή του να φλιτουρίζει στα στήθια του ψάχνοντας δρόμο να πάει να ανταμώσει το δημιουργό της. Ύστερα από κάμποσους μήνες εναγώνιας αναζήτησης ο Στρατηγός γονάτισε αποκαμωμένος πλάι της στο κρεβάτι και προσευχήθηκε στ’ αλήθεια παραιτούμενος απ’ την προσπάθεια να ανακαλύψει την πηγή του αρώματος: το άρωμα ήταν η ίδια η Ρόζα, ήταν ο ιδρώτας, οι εκκρίσεις του κορμιού της, το σάλιο της, η ανάσα των μαλλιών της, κυλούσε στις φλέβες της και αναδυόταν σε κάθε της κίνηση, σε κάθε νεύμα, σε κάθε χαμόγελο, υφαίνοντας γύρω της ένα αέρινο μυρωμένο πέπλο. Δεν ήταν έξυπνη, όμως η προσεκτική παρατήρηση της ζωής και η διαπαιδαγώγηση που έλαβε από τη μητέρα της την είχαν οδηγήσει σε δύο συμπεράσματα. Το πρώτο ήταν πως η ομορφιά δεν κρατάει για πάντα και γι’ αυτό πρέπει να αξιοποιείται εγκαίρως, όσο κανείς ακόμα τη διαθέτει. Το δεύτερο ήταν πως ο έρωτας δεν τρώγεται, δεν κατοικείται και δε φοριέται, άρα έπρεπε να μπει σε δεύτερη μοίρα στον κατάλογο των προσωπικών της αξιών. Βάσει του πρώτου συμπεράσματος αποφασίστηκε η συμμετοχή της στα Καλλιστεία, βάσει του δευτέρου ο γάμος της με το Στρατηγό.
Λίγους μήνες μετά το γάμο διαπίστωσε πως ήταν έγκυος, γεγονός που το δέχτηκε με αξιοσημείωτη αδιαφορία. Περνούσε τις μέρες της ολομόναχη, κλεισμένη στο Προεδρικό Μέγαρο, ντυμένη με ημιδιαφανείς κρεπ-σατέν νυχτικιές, περπατώντας ξυπόλυτη στα παχιά χαλιά που πνίγανε τον ήχο των βημάτων, παρατηρώντας με περιέργεια τις αλλαγές που προκαλούσε η εγκυμοσύνη στο σώμα της, κάνοντας παρέα με τις υπηρέτριες στην κουζίνα ή αλλάζοντας χτενίσματα μπροστά στον καθρέφτη. Έπληττε, έπληττε θανάσιμα, αλλά δεν το καταλάβαινε ούτε κι η ίδια, δεν ήξερε να πει τι ήταν αυτό το πρωτόγνωρο συναίσθημα που της έσφιγγε το λαιμό, που της μούδιαζε τα χέρια, που την έκανε να μη θέλει να σηκωθεί απ’ το κρεβάτι κάθε πρωί και να μη θέλει να γείρει πλάι στο σύζυγό της κάθε βράδυ. Έπληττε στις κοσμικές συγκεντρώσεις, στη μεγάλη τραπεζαρία, στο πολυτελές ξύλινο γραφείο, κάτω απ’ τον υφασμάτινο ουρανό του κρεβατιού της, μέσα στα μεταξωτά της ρούχα, έπληττε στην αγκαλιά του άντρα της, εκεί πολύ περισσότερο, γιατί δεν έπρεπε να δείχνει αυτή την πλήξη, τον λυπόταν τον κακομοίρη τον Ηγέτη, που με τόση αγωνία έσκυβε και βυθιζόταν στο κορμί της αναζητώντας έναν άγνωστο σ’ εκείνη παράδεισο. Τουλάχιστον η εγκυμοσύνη την είχε απαλλάξει από αυτή την πλευρά των συζυγικών της καθηκόντων κι ίσως αυτός να ήταν ο μόνος λόγος για τον οποίο σκεφτόταν πού και πού το παιδί που κουβαλούσε στα σπλάχνα της με κάποια συμπάθεια. Όσο περνούσαν οι μήνες και φούσκωνε η κοιλιά της, όσο περισσότερο αντάριαζαν οι ορμόνες κάτω απ’ το λευκό της δέρμα και μες στο μυρωμένο αίμα της, άρχισαν να της συμβαίνουν πράγματα παράδοξα. Πρώτα απ’ όλα οι παραμορφώσεις της εγκυμοσύνης, αντί να την ασχημαίνουν την ομόρφαιναν: οι πρησμένοι μαστοί, οι παχουλές αρθρώσεις, οι γαλάζιες φλεβίτσες που διαγράφονταν καθαρά πίσω απ’ τα γόνατα, μέσα απ’ τους αγκώνες και στους λεπτούς της κροτάφους, ακόμα ακόμα κι η πελώρια μυτερή κοιλιά, της ταίριαζαν. Αφαιρούσαν κάτι απ’ την άσπιλη, αγαλματένια παρουσία που διέθετε πριν, αυτό είναι αλήθεια, αλλά την έφερναν περισσότερο στα μέτρα της γυναίκας, και μια γυναίκα είναι πάντοτε πιο ποθητή από μια νεράιδα. Όλα αυτά δε θα ’χαν καμία σημασία, αν για πρώτη φορά στη ζωή της η ίδια η Ρόζα δεν άρχιζε να προσέχει την εντύπωση που προκαλούσε στα αρσενικά. Κανείς δεν μπορεί να πει αν αυτό ήταν αποτέλεσμα ορμονικής διαταραχής ή πλήξης, αλλά ξαφνικά η νέα κυρία Στρατηγού άρχισε να απολαμβάνει τα εκστατικά βλέμματα των ανδρών κι ακόμα περισσότερο: να τα προκαλεί. Η γυναικεία της φύση είχε ξυπνήσει με έναν τρόπο ηφαιστειακό και η απροειδοποίητη εμφάνισή της σε κάποιο δωμάτιο έφερνε την καταστροφή, καθώς οι άντρες καμαριέρηδες έχαναν τον έλεγχο των χεριών τους κι άφηναν πορσελάνινα πιάτα, κινέζικα βάζα και κρυστάλλινα ποτήρια της σαμπάνιας να θρυψαλιάζονται στα πατώματα. Κι εκείνη, εκείνη που έβαζε πάντοτε τον έρωτα σε δεύτερη μοίρα, εκείνη που για μήνες ολόκληρους δινόταν παθητικά στον άντρα της και που παρ’ όλες τις ικεσίες και τα χάδια του δεν άφηνε ούτε έναν αναστεναγμό ηδονής, άρχισε τώρα να κυκλοφορεί από δωμάτιο σε δωμάτιο αφήνοντας λυτές τις μεταξωτές της νυχτικιές, κοιτώντας κατάματα τους άντρες που έμεναν αποσβολωμένοι από το θέαμα, προκαλώντας τους φραστικά, αποκαλύπτοντας σε κάθε ευκαιρία κάτω από έκθαμβα βλέμματα την απαλή καμπύλη του στήθους της, τις υπέροχες μακριές της γάμπες, το στιλπνό τεντωμένο δέρμα της κοιλιάς της. Κάτω απ’ τις νυχτικιές της δε φορούσε τίποτα, το σώμα της είχε μεταμορφωθεί σε άγριο ζώο που τίναζε κι έκοβε από μόνο του ράντες, λουριά, ζώνες, οτιδήποτε προσπαθούσε να το κρατήσει δεμένο. Το άρωμα γαρδένιας που ανάδυε είχε γίνει τώρα εντονότερο, απλωνόταν σε κάθε γωνιά του σπιτιού, τρύπωνε μες στις κλειδωμένες κάμαρες, χυνόταν έξω απ’ την μεγαλόπρεπη πόρτα της εισόδου και ξεσήκωνε σαν μαγικό ελιξίριο ακόμα και τους λιγοστούς διαβάτες που περνούσαν έξω απ’ τον περίβολο της Προεδρικής κατοικίας. Μετά τη γέννα η συμπεριφορά της ήταν η αναμενόμενη: έγινε ακόμα πιο τολμηρή, έχοντας ξεφορτωθεί το βάρος της κοιλιάς της και ανακτώντας σε σύντομο διάστημα τις τέλειες αναλογίες, που μόλις δυο χρόνια πριν της είχαν χαρίσει το στέμμα της βασίλισσας της ομορφιάς. Δεν της αρκούσαν πια τα λόγια και τα βλέμματα –πράγμα φυσιολογικό κι αναμενόμενο για μια γυναίκα της ηλικίας της με τέτοιες τάσεις- και συχνά μπορούσε να τη δει κανείς να προσεγγίζει με αθωότητα πότε τους καμαριέρηδες και πότε τους άντρες της στρατιωτικής φρουράς και να τους παρασύρει με κάποιο πρόσχημα στην κάμαρά της, όπου τους ανέβαζε στα ουράνια διατηρώντας –απ’ ότι έλεγαν τα τυχερά θύματα- ακόμα και κατά τις στιγμές της ύψιστης ηδονής μια απίθανη έκφραση αθωότητας.
Ο Στρατηγός είχε αρχίσει να υποπτεύεται πως κάτι συνέβαινε με την γυναίκα της καρδιάς του, κάπως είχε αλλάξει το άρωμά της, σαν να μπλεκόταν τώρα κι ένα καινούργιο στοιχείο στην αιθέρια ουσία του κι όταν την έπαιρνε στην αγκαλιά του, η Ρόζα έκανε πράγματα πρωτόγνωρα, πρωτάκουστα κι υπέροχα, που ο ίδιος ούτε που θα τολμούσε να της ζητήσει ποτέ. Η χαρά όμως για το γιο, που είχε αποκτήσει ανέλπιστα στα γεράματα, δεν τον άφηνε να δει και πολλά και τον άφηνε να σκεφτεί ακόμα λιγότερα. Άλλωστε οι κρατικές υποθέσεις τον κρατούσαν απασχολημένο όλη μέρα καθώς κι ένας μεγάλο μέρος της νύχτας: ο συμμοριτοπόλεμος που είχε ξεσπάσει στα βουνά, αντί να κοπάζει, ολοένα φούντωνε κι ήταν να απορεί κανείς πώς άντεχαν αυτοί οι εγκληματίες στις τόσες οργανωμένες επιθέσεις του τακτικού στρατού. Θαρρείς κι είχαν στις τάξεις τους τον ίδιο τον Αντίχριστο –«Συγχώρα με, Θεέ μου!»- κι όσο τους πολεμούσαν τόσο δυνάμωναν. Είχαν μάλιστα μαζί τους και γυναίκες, κάτι κωλοπετσωμένες με φυσεκλίκια, κάτι ανεκδιήγητες πουτάνες –«Ήμαρτον, Παναγία μου!»- που στέκονταν ισάξιες στο πλάι των αντρών. Μερικές μάλιστα ήταν χειρότερες κι από άντρες, κάτι πλάσματα αλλόκοτα, που είχαν ξεφύγει απ’ τους νόμους της φύσης, τόσο που, όταν ο Στρατός κατάφερνε να πιάσει μερικές, όλοι οι φαντάροι ήθελαν να δουν τι έχουν αυτές οι ύαινες ανάμεσα στα σκέλια τους κι όλοι, απ’ τον πρώτο ως τον τελευταίο, προθυμοποιούνταν να τις διδάξουν τι θα πει αρσενικό. Κάποιες πέθαιναν κατά την εκπαίδευση, άλλες έφταναν στην πρωτεύουσα σιδεροδέσμιες και κλείνονταν στο ειδικό τμήμα των Κεντρικών Φυλακών. Επειδή όμως πλήθαιναν ολοένα, τώρα έπρεπε να προετοιμαστούν κι άλλοι τόποι μετατόπισης, να ανοίξουν κι άλλες εξορίες ή να δημιουργηθούν νέες, πράγμα που σήμαινε μεγάλη κρατική δαπάνη κι εξόργιζε το Στρατηγό. Τι καλά που θα ’ταν να μπορούσε να τις περάσει όλες από ντουφέκι, να καθαρίσει ο τόπος! Οι συνεργάτες του, όμως, τον συμβούλευαν να φανεί λιγάκι επιεικής, έλεγαν πως θα ήταν καλό για τη δημόσια εικόνα του. Τέτοια θόλωναν το νου του Ηγέτη και δεν τον άφηναν να δει τα φοβερά που συντελούνταν μες στο ίδιο του το σπίτι - πράγμα φυσικό, βέβαια, αν σκεφτεί κανείς πως σπίτι κανονικό του κάθε Ηγέτη είναι η χώρα του ολόκληρη, που σαν πατέρας πρέπει να την προστατεύει, να τη συνετίζει, να την εκπαιδεύει. Φαίνεται πως ο έρωτας, ο παραγκωνισμένος μέχρι τότε σε δεύτερη μοίρα, το ’χε βάλει πείσμα να εκδικηθεί τη Ρόζα κι αφού κουράστηκε να την πετάει από αγκαλιά σε αγκαλιά, την έσπρωξε τέλος στα μπράτσα ενός νεαρού αξιωματικού της φρουράς και θρονιάστηκε για τα καλά στα στήθια της, παρακολουθώντας από προνομιακή θέση τα όσα ακολούθησαν. Ο αξιωματικός ήταν ένα παλικαράκι ψηλό κι αδύνατο, με ξανθό μουστακάκι, κοντοκουρεμένο μαλλί κι ανοιχτόχρωμα μάτια, ένας άνθρωπος που, παρά τα νιάτα, το ανάστημα και την άψογη στολή του, θα μπορούσε να περνά πάντα απαρατήρητος, καθώς η αδιαφορία τον τύλιγε απ’ την κορφή ως τα νύχια και τον καθιστούσε σχεδόν αόρατο για τις γυναίκες - όχι όμως και για τη νέα κυρία Στρατηγού. Την πρώτη φορά που τον παρέσυρε στην κάμαρά της, εκείνος έτρεμε σύγκορμος απ’ το ξάφνιασμα και κυρίως απ’ το φόβο – δεν άντεχε ούτε να σκεφτεί τι θα του συνέβαινε, αν ξαφνικά επέστρεφε ο Στρατηγός. Συγχρόνως, όμως, του ήταν αδύνατο να αντισταθεί σ’ αυτήν την υπέροχη γυναίκα που έμπλεκε τις αισθήσεις του στο μαγικό της δίχτυ κι έμεινε έτσι να παλεύει ανήμπορος ανάμεσα σε δυο λαχτάρες, σε δυο τρομάρες και δυο καημούς, μη μπορώντας να κάνει ούτε πίσω ούτε μπροστά. Έγειρε, λοιπόν, υπάκουος πλάι της πάνω στο φαρδύ κρεβάτι με τα λευκά σεντόνια και υποτάχτηκε στη σαρκική της πείνα με την αβουλία και την περιέργεια παιδιού. Η αθώα έκφραση που διατηρούσε το πρόσωπό της την ώρα που έχωνε στο παντελόνι του το χέρι της ή μετά, όταν γυμνό πια τον οδηγούσε στις κοιλάδες της ερωτικής της γεωγραφίας, τον άφησε εμβρόντητο αυξάνοντας την ανημποριά του είτε να καταλάβει τι ακριβώς του συνέβαινε, είτε πολύ περισσότερο να αντισταθεί σε αυτό. Όταν όλα τέλειωσαν κι η Ρόζα βαριανάσαινε ριγμένη στα μαξιλάρια, εκείνος ντύθηκε γρήγορα και βγήκε απ’ το δωμάτιο δίχως να την αποχαιρετήσει, δίχως να πει μια κουβέντα, όπως δε χαιρετάει κανείς το όμορφο όνειρο που χάνει με το πρωινό του ξύπνημα. Η Ρόζα παθιάστηκε με τον νεαρό αξιωματικό. Η αθωότητά του, που τόσο συγγένευε με τη δικιά της, ο τρόπος που υποτασσόταν στα χάδια της και κυρίως η σιωπή του, η απόλυτη σιωπή του, της πήραν τα μυαλά. Αμέσως μετά από εκείνη την πρώτη τους συνεύρεση, η συμπεριφορά της άλλαξε, άρχισε να ντύνεται και πάλι τιθασεύοντας με εσώρουχα, ράντες και ζώνες το κορμί της, στερώντας έτσι ξαφνικά κι απροειδοποίητα τους υπόλοιπους άντρες του σπιτιού απ’ τις περαστικές της εύνοιες. Έπαψε να παίζει με τα μαλλιά της, τα άφηνε και πάλι λυτά στους ώμους να την τυλίγουν σαν λιωμένο χρυσάφι, άρχισε να κατεβάζει με συστολή τα μάτια μπροστά στους πρώην εραστές της, θυμήθηκε πως έχει ένα γιο που μεγαλώνει στην αγκαλιά κάποιας παραμάνας και ξέχασε ολότελα πως έχει σύζυγο, συζυγικά καθήκοντα και υποχρεώσεις. Για δυο βδομάδες παρακολουθούσε τις κινήσεις της φρουράς από τα τζάμια του πρώτου ορόφου και περίμενε με αγωνία τη στιγμή που θα κατόρθωνε να βρεθεί και πάλι μόνη με τον νεαρό αξιωματικό. Εκείνος, απ’ την άλλη πλευρά, ολότελα μεθυσμένος απ’ το άρωμα της γαρδένιας, έκανε κάμποσες μέρες να συνέλθει και να συνειδητοποιήσει τι είχε συμβεί. Κι όταν κάποτε επιτέλους το συνειδητοποίησε, κατάλαβε πως από δω και μπρος θα ζούσε πάντα με τη λαχτάρα του κορμιού της, με την προσμονή της αγκαλιά της, θα ζούσε για τον ερωτά της ή θα πέθαινε γι’ αυτόν, γιατί τίποτε άλλο δεν ήταν, δεν μπορούσε να’ ναι σπουδαιότερο από ένα χάδι της Ρόζας, από ένα της φιλί κι ούτε όλα τα μαρτύρια της κολάσεως δε θα τον έκαναν να ξεχάσει τη γλύκα εκείνων των πολύτιμων, φοβερών στιγμών.
Γίνανε εραστές. Για πρώτη φορά στη ζωή τους ανακάλυψαν τι σημαίνει να λαχταράς αυτό το σώμα κι όχι άλλο, αυτό το άγγιγμα, αυτή την ανάσα, να νιώθεις πως η ψυχή έχει αιμάτινους δεσμούς που την κρατούν δεμένη σε ξένο άρμα και πως αυτή η υποταγή μοιάζει τόσο με μια υπέροχη, μεγαλόπρεπη νίκη. Οι στιγμές που κατάφερναν να ξεκλέβουν απ’ τον υπόλοιπο κόσμο χωρούσαν ολόκληρη ζωή, όχι μία ζωή, μα δύο ενωμένες κι ένιωθαν κι οι δυο πως ούτε το πιο κοφτερό μαχαίρι δε θα μπορούσε να χωρίσει τα κορμιά τους τις ώρες που δίνονταν με απελπισμένο πάθος ο ένας στον άλλο. Μεταξύ τους δεν υπήρχε ζήλια, δεν υπήρχε πόνος, δεν υπήρχε αγωνία, γιατί, όταν έκλεινε πίσω τους η πόρτα της κάμαρας, όλος ο υπόλοιπος κόσμος κατέρρεε και τους άφηνε γυμνούς κι ελεύθερους σαν παιδιά, που πρωτοδοκιμάζουν το μήλο της ηδονής και δε χορταίνουν. Γαντζώνονταν ο ένας απ’ το σώμα του άλλου, απ’ την ανάσα του άλλου κι έχαναν την αίσθηση του τόπου και του χρόνου. Αυτό το τελευταίο στάθηκε και το μοιραίο τους σφάλμα. Ύστερα από λίγους μήνες, ο Στρατηγός επιστρέφοντας στο σπίτι βρήκε τη φρουρά του ακέφαλη και τον αρχηγό της στην αγκαλιά της γυναίκας του, ολόγυμνο, με τη ροδαλή του σάρκα να αγγίζει το χρυσαφένιο δέρμα της Ρόζας, με το άρωμά της να τυλίγεται γύρω από κείνο το ξένο κορμί σαν ανάλαφρος ιστός αράχνης. Δεν έβγαλαν κουβέντα, δεν έδειξαν καν να τρομάζουν, όταν τον αντίκρισαν κάτωχρο στο άνοιγμα της πόρτας. Ούτε εκείνος είπε τίποτα. Φοβήθηκε πως αν άνοιγε το στόμα του το μουδιασμένο του σαγόνι δε θα βαστούσε το βάρος της μασέλας του και πως θα την έβλεπε να πέφτει και να θρυμματίζεται μπροστά στα πόδια του, κάτω απ’ τα αδιάφορα βλέμματα εκείνων των ξένων που βρίσκονταν ξαπλωμένοι κι αγκαλιασμένοι στο κρεβάτι του. Τράβηξε αργά απ’ τη ζώνη του το περίστροφο που κουβαλούσε πάντα, τους πλησίασε και τους σκότωσε και τους δυο. Ούτε που προσπάθησαν να αντιδράσουν, να ξεφύγουν, να ικετέψουν. Τους σκότωσε με τον τρόπο που σκοτώνει κανείς ένα κουνούπι που του χαλάει τον ύπνο, δίχως τύψεις, δίχως δισταγμό. Η πληγή στο γυμνό στήθος του νεαρού έχασκε φρικτά, το αίμα του ανακατευόταν με το αίμα της Ρόζας, που πυροβολημένη στον κρόταφο εξ επαφής, έμοιαζε ακόμα σαν ζωντανή. Ο Στρατηγός τράβηξε τις ξανθές τις μπούκλες, σκέπασε το μοιραίο τραύμα, στάθηκε και κοίταξε το παγωμένο πρόσωπο που είχε αρχίσει να μπλαβίζει, στράφηκε απ’ την άλλη κι έκανε εμετό. Η όλη ιστορία αποσιωπήθηκε, χάρη στη σωτήρια παρέμβαση του νέου Ταγματάρχη και στον αποφασιστικό τρόπο με τον οποίο χειρίστηκε τον Τύπο. Η κ. Στρατηγού πέθανε αιφνιδίως, είπαν, από ανεύρυσμα στον εγκέφαλο, παρά τις απεγνωσμένες προσπάθειες των γιατρών να την κρατήσουν στη ζωή. Για τον νεαρό αξιωματικό δεν ακούστηκε τίποτα. Το πτώμα του παραχώθηκε στον ομαδικό τάφο όσων πέθαιναν από φυσικά αίτια κατά τη διάρκεια των ανακρίσεων, πίσω απ’ τις Κεντρικές Φυλακές. Η οικογένειά του ειδοποιήθηκε πως του είχε δοθεί μετάθεση για την πρώτη γραμμή του πυρός κι αργότερα πως είχε πέσει ηρωικά μαχόμενος εναντίον των ληστοσυμμοριτών. Χρειάστηκε ακόμη να εξαφανιστούν κάμποσα μέλη του υπηρετικού προσωπικού –όσοι είχαν ακούσει τους πυροβολισμούς καθώς κι εκείνοι που καθάρισαν το δωμάτιο και βοήθησαν στη μεταφορά των πτωμάτων- υπόθεση την οποία χειρίστηκε με κάθε διακριτικότητα το δεξί χέρι του Ηγέτη. Ο Στρατηγός, όταν επέστρεψε από την κηδεία της δεύτερης συζύγου του, έδειχνε απίστευτα κουρασμένος. Ζήτησε να μείνει μόνος και οι πιστοί του συνεργάτες σεβάστηκαν την επιθυμία του, παρ’ όλη την ανησυχία που τους γεννούσε η ψυχική του κατάσταση. Κλείστηκε στο γραφείο του για δύο συνεχόμενα εικοσιτετράωρα, αρνούμενος να φάει, να πιει ή να δει οποιονδήποτε. Όταν η βαριά ξύλινη πόρτα άνοιξε πάλι, οι υπηρέτες –παλιοί και νέοι- τρόμαξαν. Τα ως τότε ψαρά μαλλιά του Ηγέτη ήταν τώρα ολόλευκα, τα μάγουλά του είχαν κρεμάσει, το αριστερό του χέρι έπεφτε πλάι στο σώμα του σαν άψυχο, οι ώμοι του έγερναν, έτσι όπως γέρνουν οι ώμοι των γερόντων και το βλέμμα του ήταν θαμπό κι αρρωστημένο. Ο κ. Στρατηγός δεν ήταν πια ο ίδιος άνθρωπος.

Δεν υπάρχουν σχόλια: