Τρίτη 22 Μαΐου 2012

Επαναστάσεις, κεφάλαιο 1ο, μέρος η΄

Το νησί στο οποίο είχε εκτοπιστεί ο Μάρκος, δεν ήταν από αυτά που θα επέλεγε κανείς για διακοπές. Ήταν ένα βραχονήσι που τα πλοία της γραμμής το προσπερνούσαν, δίχως καν ένα σφύριγμα για χαιρετισμό στις έρημες πλαγιές και στις απόκρημνες ακτές του, ένας βράχος ριγμένος καταμεσής στο πέλαγος, δίχως χωριά και κατοίκους, δίχως ζώα και βλάστηση, με κάτι τετράγωνα τσιμεντένια κτίρια με μικρούτσικες πόρτες και παράθυρα να δηλώνουν ως μόνοι μάρτυρες το πέρασμα του ανθρώπου από κει που η φύση δεν το ’χε προβλέψει, όταν πριν από κάμποσα χρόνια η Νεότερη Ιστορία εγκαινίαζε για πρώτη φορά στη λεγόμενη σύγχρονη εποχή, τη νέα σωφρονιστική μέθοδο της ομαδικής εκτόπισης. Όχι, μη φανταστείτε ένα νησί γεμάτο πέτρες. Ήταν πέτρα το ίδιο, ένας μονοκόμματος όγκος που αγρίευε κοντά στις ακτές, ακτές που κατέβαιναν κάθετα και χάνονταν στα αφρισμένα νερά, σμιλεμένες από αιώνες πάλης με τα κύματα, ένας τόπος τόσο μικρός που να μπορεί να περιφραχτεί ολόκληρος με συρματοπλέγματα κι ολόκληρος να σαρώνεται απ’ τους νυχτερινούς προβολείς στις σκοπιές, τόσο μεγάλος που να εξουθενώνεται κανείς για να διανύσει την κακοτράχαλη επιφάνειά του από άκρη σε άκρη, ειδικά αν ήταν να κουβαλάει και κάποιο φορτίο στη ράχη κάτω απ’ τον καυτό ήλιο ή κάτω απ’ το ανεμοβρόχι. Με άλλα λόγια ήταν ένας τόπος ιδανικός κι οι Αρχές είχαν κάνει διάνα, όταν τον διάλεξαν ανάμεσα στους πρώτους προορισμούς μετατόπισης που θα άνοιγαν και πάλι για να υποδεχτούν στις σκληρές αγκάλες τους τα μαύρα πρόβατα της ανορθούμενης κοινωνίας.
Τα τσιμεντένια κτίρια ήταν τέσσερα όλα κι όλα, χτισμένα το ένα δίπλα στο άλλο, θαρρείς και μπορούσε να τα τρομάξει η ερημιά, κλεισμένα γύρω γύρω με αγκαθωτό συρματόπλεγμα, σαν κοπαδάκι ασχημούτσικα γκρίζα πρόβατα, φυλακισμένα πιότερο παρά προστατευμένα πίσω απ’ την άχαρη μάντρα τους. Ήταν τα κτίρια στα οποία στεγάζονταν οι υπηρεσίες: τα γραφεία της διοίκησης, οι κοιτώνες των στρατιωτών, τα μαγειρεία, το ιατρείο, τα λουτρά και οι Θάλαμοι Σωφρονισμού. Αυτοί βρίσκονταν στο ισόγειο του κεντρικού κτίσματος κι είχαν την ευκαιρία να τους γνωρίσουν απ’ την καλή όλοι οι σωφρονιζόμενοι εκτοπισθέντες και να γευτούν από πρώτο χέρι την ευεργετική επίδραση της απομόνωσης, των βασανιστηρίων και της κοινωνικής συναναστροφής με κάτι αρουραίους απίθανους, γκριζόμαυρους και μεγάλους σαν γατιά, που μπορούσαν μέχρι να πεις κύμινο να σου ροκανίσουν μύτες, αυτιά και λοιπά περιττά για τέτοιους χώρους εξαρτήματα. Αλήθεια, όσο λιγότερο έβλεπε, άκουγε ή οσφραινόταν κανείς, τόσο το καλύτερο. Οι σκηνές των εκτοπισμένων ήταν στημένες σε μακριές σειρές, όμορφα όμορφα και τακτικά, ωραίες σκηνές, αθάνατες, ευάερες το χειμώνα κι ευήλιες το καλοκαίρι. Μπροστά τους απλωνόταν ένας μεγάλος αποψιλωμένος χώρος, η Πλατεία, στην οποία δέσποζε η κεντρική σκοπιά απ’ όπου μπορούσε κανείς να σαρώνει τα πάντα με μια ματιά μέρα και νύχτα. Ανά τακτά διαστήματα είχαν στηθεί κολόνες ξύλινες και πάνω στις κολόνες μεγάφωνα, από τα οποία ακούγονταν λόγοι σωφρονιστικοί εθνικοπατριωτικού περιεχομένου, στρατιωτικά εμβατήρια, νέας εμπνεύσεως μα διαχρονικής αξίας, και οι αποφάσεις της διοίκησης για τα διάφορα έκτακτα ζητήματα που προέκυπταν από καιρού εις καιρόν και αφορούσαν συνήθως ομαδικές τιμωρίες για ατομικά παραπτώματα. Παντού τριγύρω ορθωνόταν διπλό αγκαθωτό συρματόπλεγμα, τέτοιας ποιότητας που σου έκοβε αμέσως κάθε διάθεση για σχεδιασμούς αποδράσεων και μόνο στο πλαίσιο κάποιας τιμωρίας και υπό την κάννη του όπλου υποχρεωνόταν που και που να σκαρφαλώσει πάνω του κανένας εξόριστος, διακοσμώντας το ευχάριστα με κουρελάκια ρούχων και σάρκας που έμεναν να αιωρούνται στον άνεμο, ως να τα πάρει επιτέλους ή να σαπίσουν από μόνα τους και να πέσουν. Στις τέσσερις γωνίες ήταν στημένες οι μικρότερες σκοπιές και πάνω στις σκοπιές ήταν στημένοι μέρα-νύχτα οι φρουροί, άγρυπνοι φύλακες των μαύρων προβάτων που ή θα άλλαζαν χρώμα ή θα τα ’τρωγε το μαύρο χώμα – αυτή ήταν η κυβερνητική εντολή.
Οι μέρες διαδέχονταν πανομοιότυπες η μια την άλλη και δεν ήταν γι’ αυτό ούτε λιγότερο ούτε περισσότερο αβάσταχτες: εγερτήριο στις 6.00, μια βόλτα απ’ τη «χαβούζα» -την υπαίθρια τουαλέτα-, αραιωμένο τσάι κι ένα ξεροκόμματο ψωμί για πρωινό κι ύστερα το προσκλητήριο. Μετά οι κρατούμενοι μοιράζονταν στις ομάδες εργασίας, αναλόγως των αναγκών της κοινότητας, των δικών τους ικανοτήτων, αλλά κυρίως αναλόγως του πνεύματος συνεργασίας που θα επεδείκνυαν. Οι σκληροί μπαίνανε στην ομάδα της πέτρας, οι υπόλοιποι στην ομάδα της διάνοιξης δρόμων, κάποιοι –οι τυχερότεροι- στα μαγειρεία, στο ιατρείο ή στα λουτρά. Όλοι οι καινούργιοι πέρναγαν για λόγους προληπτικούς απ’ την ομάδα της πέτρας, όπου διδάσκονταν ευθύς εξ αρχής τι θα πει πειθαρχία και υπακοή και όπου επίσης έχαναν όλες τις τρυφηλές συνήθειες του προσφάτου ή απωτέρου παρελθόντος, μαζί με τα όποια περιττά κιλά που τους είχαν τυχόν απομείνει. Τα καθήκοντά τους ήταν απλά: ξεκινούσαν απ’ το πρωί συνοδεία φυλάκων και επιστατών και πήγαιναν στη δυτική πλευρά του νησιού. Εκεί βρισκόταν ένας μονοκόμματος βράχος πελωρίων διαστάσεων, ένα σωστό βραχοβουνό, το οποίο έπρεπε να σπάνε, να τρυπάνε, να θρυμματίζουν με βαριοπούλες και αξίνες. Ύστερα ξεδιάλεγαν τα μεγαλύτερα κομμάτια, τα οποία και μετέφεραν σε απόσταση ενός χιλιομέτρου περίπου, όπου είχε ήδη σχηματιστεί ένα δεύτερο βραχοβουνό λιθάρι το λιθάρι, το οποίο, σύμφωνα με τα λεγόμενα των Αρχών, επρόκειτο να χρησιμοποιηθεί για οικοδομικές εργασίες. Τις οικοδομικές εργασίες δεν τις είδε κανένας απ’ τους εκτοπισμένους, αλλά όλοι, άλλος λιγότερο άλλος περισσότερο, είχαν δει τι σημαίνει να ματώνουν τα χέρια σου απ’ το στειλιάρι, να τραντάζεται ο νους σου απ’ τα χτυπήματα στο βράχο, να σου κόβεται η μέση απ’ το φορτίο σε ένα καθημερινό πηγαινέλα δίχως τελειωμό κάτω απ’ το άγρυπνο βλέμμα των φρουρών και κυρίως κάτω απ’ την ουρά του μαστιγίου, που ήταν πάντοτε εκεί όπου αδυνατούσε η θέληση και λύγιζαν τα πόδια. Οι πλέον συνεργάσιμοι απ’ τους καινούργιους έμεναν σ’ αυτήν τη δουλειά για δυο-τρεις μήνες, άλλοι για περισσότερο και κάποιοι άλλοι –λιγότεροι αυτοί ευτυχώς- για πάντα, όπου το «για πάντα» δεν κρατούσε περισσότερο από χρόνο για τα πιο γερά σκαριά.
Ο Μάρκος είχε αποφασίσει να είναι συνεργάσιμος. Όχι, δε σκόπευε να ξεπουληθεί, δε σκόπευε να τα βρει με τους φρουρούς, δε σπιούνευε κι ούτε έκανε πλάτες σε κανέναν. Απλώς δεν ήθελε να δημιουργεί προβλήματα κι αυτό γιατί μες στο νου του άναβε σαν μικρούτσικο φωτεινό λαμπάκι πρωί και βράδυ η μορφή της Σάρας, τα χαμόγελα των παιδιών του κι η ανάμνηση μιας άλλης ζωής, ανθρώπινης. Θα σήκωνε το σταυρό του περήφανος μέχρι τέλους, αλλά αυτό το τέλος ήθελε να τον βρει στην αγκαλιά της γυναίκας του, γερό και ζωντανό. Κυρίως ζωντανό. Ήταν, λοιπόν, συνεργάσιμος για δύο ολόκληρους μήνες, τους πιο δύσκολους μήνες της αρχής, τότε που πρέπει ο άνθρωπος να ξεχάσει το πριν και το μετά και να λυγίσει το σβέρκο του στο τώρα, να λυγίσει κάτω απ’ το βαρύ φορτίο της πέτρας, κάτω απ’ τη στρατιωτική αρβύλα, να λυγίσει ώσπου να αγγίξει το μέτωπό του στο χώμα, να λυγίσει, για να μη σπάσει. Κι ο Μάρκος λύγιζε, κάθε μέρα και πιο πολύ, κάθε μέρα και πιο καλά, κάθε μέρα και πιο πεισμωμένα για δυο ολόκληρους μήνες. Πλάι του λύγιζε κι ο Πάολο, ντρέπονταν οι παλιοί σύντροφοι ο ένας τον άλλο και τα βράδια στη σκηνή τους γυρίζανε ο ένας στον άλλο τις πλάτες, τάχα για να κοιμηθούν, μα στην πραγματικότητα για να κλάψουν, να κλάψουν βουβά και λυσσασμένα, δαγκώνοντας τις παλάμες και πνίγοντας τους λυγμούς, να κλάψουν για τα πονεμένα τους κορμιά, για την κουρελιασμένη αξιοπρέπεια, για τους χαμένους συντρόφους, για όλα. Και την άλλη μέρα στέκονταν ξανά στο προσκλητήριο ο ένας πλάι στον άλλο, παλεύοντας να κρατάνε ορθούς τους ώμους κι ορθότερη ακόμα τη συνείδηση, την πεποίθηση πως, όχι, όλα αυτά δε γίνονται για το τίποτα, δεν γκρεμίστηκε για το τίποτα η ζωή τους, και πως, ναι, θα ξανάρθουν καιροί λευτεριάς και δημοκρατίας. Γι’ αυτό, λοιπόν, ο Μάρκος ήταν πολύ συνεργάσιμος κι υπομονετικός για δύο ολόκληρους, απίθανους, πελώριους μήνες. Κι ύστερα πέθανε… Δεν ήταν να πεθάνει αυτός εκείνη τη μέρα, αλλά καθώς δεν υπάρχει πρόγραμμα σ’ αυτά τα πράγματα και καθώς κανένας δε γνωρίζει μέχρι που φτάνουν τα αληθινά, τα εσωτερικά όρια του ανθρώπου, πέθανε. Όλα ξεκίνησαν όταν ο Πάολο κατά το μεσημέρι λύγισε τα μισά της διαδρομής μη βαστώντας άλλο το φορτίο του, μη βαστώντας άλλο να λυγίζει και να συνεργάζεται. Σκόνταψε ή λύγισε, δεν είναι ξεκάθαρο, το βέβαιο είναι πως τα λιθάρια που κουβαλούσε σκόρπισαν καταγής κι εκείνος δεν έκανε ούτε να σηκωθεί, ούτε πολύ περισσότερο να τα ξαναμαζέψει. Ο Μάρκος ερχόταν πίσω του, σε μικρή απόσταση, φορτωμένος κι αυτός. Είδε το φρουρό να βρίζει τον Πάολο, ύστερα τον είδε να τον κλοτσάει. Είχε φτάσει κοντά τώρα μα, αντί να ταχύνει το βήμα του, καθυστερούσε μην ξέροντας τι να κάνει. Άλλοι άντρες έρχονταν από πίσω, ο πρώτος τον προσπέρασε, σκέφτηκε να προσπεράσει κι εκείνος τον πεσμένο με τα μούτρα στο χώμα Πάολο, να μη σταθεί, να μην μπλεχτεί, μα τα πόδια του δεν τον πήγαιναν. Κοίταζε το σώμα του φίλου του που δεχόταν τα μανιασμένα χτυπήματα σαν άδειο σακί, άκουγε την πνιχτή φωνή του – «δε βαστώ άλλο, δε βαστώ, τα πόδια μου δε με πάνε». Κι όπως στεκόταν μαρμαρωμένος, γερτός, με το φορτίο στη ράχη, είδε το φρουρό να πετάει πέρα οργισμένος το μαστίγιο, χοντρές στάλες ιδρώτα στάζανε μες στα μάτια του, δεν έβλεπε καλά, κι όμως είδε το φρουρό να βγάζει το όπλο και να πυροβολεί το φίλο του στα πόδια, μια στο ένα γόνατο, μια στο άλλο, θόλωσε ο νους του, τα αυτιά του βούιξαν κι όμως άκουσε, άκουσε το φρουρό να ουρλιάζει: «Ψόφα, πούστη, ψόφα παλιοκουμμούνι! Δε σε πάνε τα πόδια σου, ε; Τώρα να δούμε, σε πάνε;» κι ύστερα δεν κατάλαβε πώς, το φορτίο του σκόρπισε στη γη, τα αυτιά του ήταν πηγμένα απ’ τις κραυγές του φίλου του, το πεταμένο μαστίγιο βρέθηκε στο χέρι του, έκανε ένα βήμα, δύο, τρία βήματα, πλησίασε το φρουρό από πίσω, σήκωσε το χέρι, μα δεν πρόλαβε να το κατεβάσει. Ένας άλλος φρουρός που ’χε ακούσει τους πυροβολισμούς κι ερχόταν τρέχοντας κατά κει, να δει τι είχε συμβεί, τον πρόλαβε, πριν να κατεβάσει το υψωμένο χέρι στο κεφάλι του φονιά, του φονιά του φίλου του, πρόλαβε και τον σταμάτησε με μια σφαίρα, μια μοναδική μικρούτσικη σφαίρα που έσβησε απ’ το νου του τη μορφή της Σάρας και το όραμα της λευτεριάς. Το όνομα του Μάρκου διαγράφτηκε απ’ τους καταλόγους της διοίκησης και πλάι στο νούμερό του κάποιος σημείωσε πρόχειρα με μικρούτσικα γράμματα: θάνατος από φυσικά αίτια. Κι αλήθεια τα αίτια ήταν φυσικά, δε θα μπορούσαν να ’ναι φυσικότερα, τίποτα δεν είναι φυσικότερο απ’ τη δίκαιη αγανάκτηση, απ’ την ακούσια εξέγερση ενός ανθρώπου που παραμένει ακόμα μέσα του βαθιά άνθρωπος. Ο Πάολο έζησε. Εργατικό ατύχημα είπαν και τον έστειλαν σε νοσοκομείο της πρωτεύουσας. ***

Δεν υπάρχουν σχόλια: