Τρίτη 15 Μαΐου 2012

Επαναστάσεις - Κεφάλαιο 1ο (μέρος β΄)

Και πράγματι όλα πήγαν κατ’ ευχήν. Στις δύο και τρία λεπτά μετά τα μεσάνυχτα οι αλλοδαπές υπηρέτριες φορώντας τις νυχτικιές τους άνοιγαν ξαφνιασμένες τις πόρτες των κατοικιών των Υπουργών, του Προέδρου, του Πρωθυπουργού και ορισμένων βουλευτών του κυβερνώντος κόμματος και της αντιπολίτευσης που θα μπορούσαν να δημιουργήσουν σοβαρά προβλήματα στην Επανάσταση. Οι φρουροί της προεδρικής, της πρωθυπουργικής και άλλων κατοικιών –πλην ελαχίστων εξαιρέσεων που έπεσαν στις επάλξεις του καθήκοντος- φέρθηκαν όπως αρμόζει σε έναν απλό φαντάρο: χαιρέτησαν στρατιωτικά τους ανωτέρους τους και άνοιξαν τις πύλες. Άλλωστε οι περισσότεροι ήταν ήδη άμεσα ή έμμεσα ενημερωμένοι και στην πλειοψηφία τους συμμερίζονταν τα ιδανικά του Ταγματάρχη και το όραμά του για ένα καλύτερο αύριο. Η σφαίρα σκόρπισε τα μυαλά του προέδρου στο μεταξένιο κάλυμμα του κρεβατιού του, λερώνοντας τη λευκή δαντέλα και μουλιάζοντας το πουπουλένιο μαξιλάρι. Ο γέροντας δεν είχε καν ξυπνήσει απ’ το σαματά που έκαναν οι υπηρέτριες στον κάτω όροφο, ούτε απ’ το σφυροκόπημα της ξύλινης λουστραρισμένης σκάλας απ’ τις στρατιωτικές μπότες. Όπως κάθε βράδυ έτσι κι εκείνο το ιστορικό βράδυ, που θα γραφόταν με χρυσά γράμματα στις σελίδες της Ιστορίας, είχε πάρει υπνωτικά, πριν ξαπλώσει, κάτι χάπια τόσο ισχυρά που θα ’ριχναν και αγελάδα σε λευκό λήθαργο. Ο λήθαργός του δε διαταράχτηκε, μονάχα άλλαξε χρώμα κι από λευκός έγινε κόκκινος μπλαβής. Η κυρία Προέδρου ούρλιαζε υστερικά και παρ’ όλες τις διαβεβαιώσεις των στρατιωτών της Επανάστασης πως η δική της ζωή δεν κινδύνευε, δεν έλεγε να το βουλώσει. Έτσι ένας φιλεύσπλαχνος φαντάρος υποχρεώθηκε να την απαλλάξει απ’ τον τρόμο φυτεύοντάς της μια σφαίρα ανάμεσα στα προσφάτως βγαλμένα φρύδια της, κίνηση που έφερε άμεσα αποτελέσματα. Όλα, όλα πήγαν κατ’ ευχήν. Στην οικία του Πρωθυπουργού υπήρξε μια μικρή επιπλοκή: ο υπεύθυνος, φερόμενος ανεύθυνα στην συγκεκριμένη περίπτωση, δεν προνόησε να βάλει σιγαστήρες στα όπλα των στρατιωτών και υπήρχε κίνδυνος οι ήχοι από τους πυροβολισμούς να αναστατώσουν όλοι τη συνοικία. Όχι πως ενδιέφερε και τόσο η αντίδραση των πολιτών, μα στη γειτονιά εκείνη βρίσκονταν και τα Κεντρικά της αστυνομίας και παρ’ όλο που οι αξιωματικοί ήταν ενήμεροι, κανείς δεν μπορούσε να προβλέψει την αντίδραση κάποιων από τα κατώτερα όργανα, που επέμεναν ντε και σώνει σε όλες τις περιπτώσεις να κάνουν το καθήκον τους. Έτσι το όπλο αντικαταστάθηκε από το μαχαίρι και το μαχαίρι βρήκε κατευθείαν την καρδιά του Πρωθυπουργού, ανοίγοντας μια τρύπα από την οποία εύκολα βγήκε η τελευταία πνοή μαζί με τα ύστατα λόγια του ανδρός – «Σκατά στην ψυχή σας κερατάδες!». Ήταν ένα καλό μαχαίρι αυτό που χρησιμοποιήθηκε στην περίπτωσή του, από εκείνα τα δίκοπα με τη δερμάτινη λαβή που κρύβουν στις ζώνες τους οι άντρες των ειδικών δυνάμεων. Ένα άλλο παρόμοιο μαχαίρι χάρισε γρήγορο θάνατο στον Γενικό Γραμματέα, στο δωμάτιο 202 του πολυτελούς ξενοδοχείου «Rosa Linda» καθώς και στην εικοσάχρονη ερωμένη του, που στάθηκε πιστή στο μέντορά της τόσο στη ζωή όσο και στο θάνατο. Ο δικός της θάνατος δεν ήταν εντός σχεδίου και προς μεγάλη του θλίψη ο υπεύθυνος της αποστολής υποχρεώθηκε να της κόψει το λαρύγγι, όχι γιατί τον ενδιέφερε το λαρύγγι αυτό καθαυτό, αλλά εκείνη η κραυγή που έβγαινε από μέσα του και δεν έλεγε να σωπάσει με τίποτα. Πρέπει ακόμα να ειπωθεί πως φεύγοντας ο στρατιώτης άφησε πίσω του πολλή δουλειά για τους καμαριέρηδες του «Rosa Linda», καθώς δεν υπήρχε σημείο του δωματίου που να μην έχει πιτσιλιστεί με αίμα κι ο χώρος σκυλοβρομούσε, αφού ο αξιότιμος κ.Γ.Γ. είχε χεστεί απ’ το φόβο του, όσο ακόμη μπορούσε να φοβάται. Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις μικρές, γρήγορες, αστραφτερές σφαίρες έκαναν τη δουλειά, τρύπωσαν σε μυαλά, καρδιές, εντόσθια χαρίζοντας ταχύτατους κι ανώδυνους θανάτους. Ακόμα και στην περίπτωση του αρχηγού της αντιπολίτευσης όλα δούλεψαν ρολόι, αφού μια ξαφνική αδιαθεσία τον έβγαλε ασυνόδευτο απ’ το σπίτι των συνδαιτυμόνων του στις δύο και δύο λεπτά ακριβώς –είχε πιει λίγο παραπάνω κι ανακατευόταν το στομάχι του- έτσι που από Θεία Πρόνοια θαρρείς, πήγε μονάχος να συναντήσει το θάνατό του, που τον περίμενε στην πρώτη σκοτεινή γωνιά του δρόμου μαζί με το γέρο σοφέρ που είχε από ώρα παραδώσει το πνεύμα του εις Κύριον. Στις δύο και δεκαπέντε ακριβώς τα τανκ, που είχαν ακροβολιστεί στις εισόδους της πόλης στο πλαίσιο της στρατιωτικής άσκησης «Σωτηρία», κινήθηκαν προς τη Βουλή κάνοντας στο πέρασμά τους να τρίζουν τζάμια και γυαλικά, να κρουταλάνε γόνατα και μπαλκονόπορτες, να τρίζουν οι σομιέδες των κρεβατιών στις εργατικές πολυκατοικίες και τα δόντια των πολιτών, που για άλλη μια φορά είχαν πιαστεί στον ύπνο. *** Την ώρα που το μαχαίρι βυθιζόταν στην καρδιά του προέδρου της αντιπολίτευσης, του τίμιου εκείνου άντρα, που χρόνια τώρα αντιστεκόταν στη διαφθορά και αποτελούσε τη μοναδική ορατή ελπίδα για τη χώρα, ο Μάρκος πετάχτηκε απ’ τον ύπνο του σαν να τον τσίμπησε σφήγκα. Τον είχε πιάσει πάλι λόξιγκας, όπως κάθε φορά που είχε κακό προαίσθημα, κι αυτή τη νύχτα το κακό προαίσθημα τον έζωνε από νωρίς. Σηκώθηκε απ’ το κρεβάτι δίχως να ανάψει το φως, για να μην ξυπνήσει τη Σάρα κι όσο μπορούσε πιο αθόρυβα βγήκε απ’ την κρεβατοκάμαρα. Στάθηκε για λίγο έξω απ’ το δωμάτιο των παιδιών προσπαθώντας να αφουγκραστεί την ανάσα τους, εκείνον τον καθησυχαστικό ήχο του ύπνου, που μπορεί κανείς περισσότερο να διαισθανθεί παρά να ακούσει πίσω από κλειστές πόρτες. Όμως ετούτη τη νύχτα δεν μπόρεσε να νιώσει τίποτα, κανένα ρεύμα γαλήνης μέσα απ’ τις χαραμάδες, μέσα απ’ τη μεταλλική κλειδαρότρυπα. Λίγο ακόμα και θα άνοιγε την πόρτα, για να δει με τα ίδια του τα μάτια τον ύπνο τους, να αγγίξει με τα χέρια του την ηρεμία που τόσο του έλειπε. Κρατήθηκε. Δεν ήθελε να ξυπνήσει τα παιδιά. Ο λόξιγκας ολοένα και δυνάμωνε, λες και του σφυροκοπούσε το φάρυγγα αόρατο σφυρί. Πήγε στην κουζίνα, άναψε το φως, έβαλε ένα ποτήρι νερό και το ήπιε μονορούφι. Το νερό δε βοηθάει στα κακά προαισθήματα, αλλά οπωσδήποτε βοηθάει στο λόξιγκα. Γέμισε άλλο ένα ποτήρι και κάθισε στο τραπέζι. Προσπάθησε να θυμηθεί αν είχε δει κάποιο όνειρο που θα μπορούσε να ευθύνεται γι’ αυτή την ταραχή του, αλλά δε θυμόταν τίποτα. Έπιασε να χτυπάει νευρικά τα δάχτυλα στο τραπέζι, όπως έκανε πάντα όταν βρισκόταν σε ένταση. Ίσως να του έκανε καλό ένα ποτήρι γάλα. Ένα ζεστό ποτήρι γάλα βοηθάει να καλμάρουν τα νεύρα. Μα, νεύρα; Γιατί; Ο Μάρκος αναστέναξε βαθιά και με την εκπνοή άφησε να του φύγουν δυο-τρεις ψιθυριστές κουβέντες: «Το Χριστό σας, κερατάδες!» Ναι, έβριζε. Αυτό τον έκανε να νιώσει λίγο καλύτερα. Συνειδητά αυτή τη φορά επανέλαβε τη βρισιά απολαμβάνοντας τον τρόπο που γέμιζε το στόμα του: «Το Χριστό σας, τομάρια!» Το πράγμα ήταν φανερό. Όσο κι αν δεν ήθελε να το παραδεχτεί τον είχαν τρομοκρατήσει οι ειδήσεις για ενδεχόμενο πραξικόπημα στο εγγύς μέλλον, που είχαν διαρρεύσει τις τελευταίες μέρες. Και στο Κόμμα το συζητούσαν πια ανοιχτά. Ο Μάρκος δεν ήξερε αν ήταν περισσότερο θυμωμένος με τους πιθανούς πραξικοπηματίες, με την παρούσα κυβέρνηση ή με τους δικούς του, που φαίνονταν να στέκονται αμήχανοι και να περιμένουν το κακό, δίχως να προβαίνουν σε καμία ενέργεια. Κι όμως, χρειαζόταν δράση, άμεση, αποφασιστική παρέμβαση. Τώρα ήταν ο καιρός να πάψουν τα λόγια και να αρχίσουν τα έργα. Μα από την άλλη… Τι θα μπορούσαν να κάνουν; Το μόνο που τους έμενε ήταν να υπακούν πιστά στις κατευθύνσεις της Κεντρικής Επιτροπής και στις οδηγίες του προέδρου. Να περιμένουν τις εκλογές, να πιέσουν για εκλογές. Τι άλλο; Τον σεβόταν τον πρόεδρο ο Μάρκος κι είχε εμπιστοσύνη στα όργανα του Κόμματος. Έφερε στο νου του την τελευταία ομιλία του προέδρου κι αμέσως ένιωσε καλύτερα. Ναι, σίγουρα υπήρχε ελπίδα για το αύριο. Σίγουρα θα κέρδιζαν τις επόμενες εκλογές, θα αναλάμβαναν τη διακυβέρνηση με ομαλές πολιτικές διαδικασίες, θα έβαζαν τα θεμέλια για δημόσια υγεία, παιδεία, περίθαλψη, για κοινωνική δικαιοσύνη. Ας μουγκρίζουν όσο θέλουν τα θεριά! Το βλέμμα του έπεσε στο ποτήρι με το νερό που ’χε ξεχάσει ακουμπισμένο στο τραπέζι και σαν να του φάνηκε πως η επιφάνεια του ρυτιδωνόταν παράξενα από αόρατη αιτία. Δεν έδωσε σημασία. Προσπάθησε να θυμηθεί την παλιά συνταγή της γιαγιάς του για το λόξιγκα: έπρεπε να κρατήσει την ανάσα του για ένα λεπτό κι ύστερα να πιει το νερό μονορούφι ή έπρεπε πρώτα να το πιει κι ύστερα να κρατήσει την ανάσα του; Όση ώρα το σκεφτόταν, πρόσεξε πως το ρυτίδωμα της επιφάνειας του νερού γινόταν ολοένα και πιο έντονο. Κι ύστερα άκουσε το θόρυβο… Θα μπορούσε να ’ναι ένα κομβόι από νταλίκες που ολοένα πλησιάζει. Θα μπορούσε να ’ναι ένας σεισμός που γίνεται σταδιακά ολοένα και πιο αισθητός ή… Το μυαλό του ξεχύθηκε ασυγκράτητο προς τα πίσω κι ανέσυρε από σκοτεινές γωνιές της μνήμης κουρελάκια, πικρές μπουκιές και θραύσματα από ιστορίες που του ’χαν διηγηθεί οι γονείς του, όταν ήταν παιδί ακόμα, δίχως πολιτική συνείδηση και σκέψη. Ναι, θα μπορούσαν να είναι τα τανκς! Ο θόρυβος ολοένα και δυνάμωνε. Ο Μάρκος τρόμαξε τόσο, που ο λόξιγκας του κόπηκε μαχαίρι. Όταν πια η βουή ήταν τόσο δυνατή, που δεν μπορούσε να ακούσει ούτε τις σκέψεις του, είδε στο διάδρομο τη γυναίκα του να στέκει με το νυχτικό σαν θλιμμένο ξενυχτισμένο φάντασμα. Κάτι του έλεγε, μα δεν μπορούσε να ακούσει τι. Το σπίτι έτρεμε συθέμελα, τα τζάμια τρίζανε διαβολεμένα, φοβήθηκε πως θα σπάσουν. Η Σάρα ήταν χλωμή σαν το θάνατο. Ήρθε κοντά του και τον κοιτούσε με κάτι μάτια πελώρια. Κάτι της έλεγε ο άντρας της μα δεν μπορούσε να ακούσει τι. Με πολλή προσπάθεια κατάφερε να διαβάσει τα χείλια του: -«Μη φοβάσαι. Σάρα, μην τρέμεις. Δεν κάνει να σε δουν έτσι τα παιδιά. Σκέψου τα παιδιά, Σάρα!»

Δεν υπάρχουν σχόλια: