Παρασκευή 8 Ιουνίου 2012

Επαναστάσεις, Κεφάλαιο 2, μέρος δ΄ - Η Σαβίνα

Η Σαβίνα είχε σπουδάσει ψυχολογία παρά τις αντιδράσεις των γονιών της, που επιθυμούσαν για την κόρη τους ένα επάγγελμα πιο πρακτικό και λιγότερο επικίνδυνο –δασκάλα, ας πούμε, νηπιαγωγός ή κάτι τέτοιο. Φαντάζονταν ότι το να είναι κανείς ψυχολόγος δεν σήμαινε τίποτε άλλο από το να συναναστρέφεται ολημερίς θεοπάλαβους, σχιζοφρενείς κι επικίνδυνους ανθρώπους, που ανά πάσα στιγμή θα μπορούσαν να επιτεθούν στον θεραπευτή τους με τα γαμψά τους νύχια ή με κάποιο όπλο κρυμμένο στις ξεθωριασμένες τσέπες της ριγέ πιτζάμας τους. Όταν λοιπόν άκουσαν την απόφασή της να ειδικευτεί στην παιδοψυχολογία, την δέχτηκαν με έναν αναστεναγμό ανακούφισης. Όπως και να ‘χει, τα παιδιά δεν μπορούν να γίνουν τόσο επικίνδυνα όσο οι μεγάλοι και πολλοί περισσότερο εκείνα τα καημένα που τους τρέχουν τα σάλια απ’ το στόμα και δεν ξεχωρίζουν το δεξιά απ’ τ’ αριστερά. Αηδιαστικό, αλλά ασφαλές. Όταν μάλιστα ανέλαβε τη διακυβέρνηση της χώρας το κόμμα της Εθνικής Προόδου του οποίου μέλος ήταν ο μπαμπάς κι όταν ανακοινώθηκαν οι εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις που αφορούσαν την πρωτοβάθμια εκπαίδευση, οι γονείς καταχάρηκαν: υπήρχε πια και το αναγκαίο «δόντι» και η κατάλληλη θέση εργασίας για τη μοναχοκόρη. Μετά από εισήγηση του μπαμπά η Σαβίνα ήταν από τις πρώτες παιδοψυχολόγους που διορίστηκαν στα καινούργια σχολεία. Το δέχτηκε. Δεν το επιδίωξε, αλλά το δέχτηκε. Κάποιες φορές η απλή αποδοχή αποτελεί πράξη μεγάλης ευθύνης, αλλά αυτό η Σαβίνα δεν το είχε διδαχτεί στη σχολή της. Εκείνη είχε διαλέξει αυτήν τη δουλειά για άλλους λόγους. Από παιδί γοητευόταν από όσα μπορεί κανείς να διαβάσει πίσω απ’ τις λέξεις των ανθρώπων ή πάνω στα βουβά τους πρόσωπα, απ’ όσα ποτέ δεν λέει κανείς κι όμως υπάρχουν πηχτά πηχτά τριγύρω μας στον αέρα και καθορίζουν συμπάθειες, αντιπάθειες, έρωτες και μίση. Ήθελε να βουλιάξει στα βάθη της ανθρώπινης ψυχής, της ανθρώπινης νόησης, να γνωρίσει εκ των έσω αυτόν τον μαγικό μηχανισμό ορμονών και συναισθημάτων και σαν άλλος θεός να ελέγξει την λειτουργία του. Πίστευε στην θεραπευτική δύναμη του λόγου. Πίστευε και στην θεραπευτική δύναμη της αγάπης, γιατί ένιωθε πως όλοι οι κόμποι που ολοένα σφίγγονταν μέσα της και την πονούσαν είχαν δεθεί στα πρώτα χρόνια της ζωής της, μέσα στο ασφυκτικό περιβάλλον μιας καθωσπρέπει μικροαστικής οικογένειας που τα μέλη της δεν είχαν μάθει ποτέ να αγκαλιάζουν το ένα το άλλο. Πίστευε στην θεραπευτική δύναμη της αγκαλιάς και μισούσε τα φάρμακα, όλα εκείνα τα χημικά παρασκευάσματα, που ναρκώνουν το συναίσθημα και υψώνουν τείχος ανάμεσα στον άνθρωπο και στην πραγματικότητά του. Γρήγορα κατάλαβε πως δεν θα μπορούσε να δουλέψει όπως ήθελε με ενήλικες, γιατί οι επόπτες ψυχίατροι υποχρέωναν τους ασθενείς τους στη λήψη φαρμάκων αλλά και γιατί φαινόταν λιγάκι γελοίο κι οπωσδήποτε παρακινδυνευμένο το να σφίξεις στην αγκαλιά σου έναν σαραντάχρονο φρενοβλαβή, που μοναδική του έγνοια έχει πώς να σου χουφτώσει το στήθος. Ήταν όμορφη η Σαβίνα, μικρόσωμη, ντελικάτη, με κάτι απίθανα μακριά μαλλιά πορφυρόχρωμα, που τα άφηνε πάντα ελεύθερα να κυματίζουνε στην πλάτη της κι όταν φυσούσε θαρρείς κι ο άνεμος της φούσκωνε πανιά για να την πάρει στα ταξίδια του. Σαν ξωτικό ήταν κι αυτήν την αίσθηση την έκανε ακόμα πιο έντονη το βλέμμα της, βλέμμα πράσινο, λιμνίσιο, που μέσα του σπίθιζαν μικρούτσικα χρυσαφιά άστρα, βλέμμα αθώας μάγισσας που αγνοεί τη δύναμή της ή ξέρει καλά να κρύβει την επίγνωση αυτής της δύναμης. Τα παιδιά την λάτρευαν, ήταν η καλή τους νεράιδα. Κανένα δεν ήξερε πως απ’ τα χέρια της περνούσε η μοίρα του, γιατί τα παιδιά δεν ξέρουν τι θα πει «μοίρα». Το παράρτημα στο οποίο διορίστηκε ήταν αρμόδιο για το ξεδιάλεγμα των μαθητών κι εκείνη υπεύθυνη για την διεξαγωγή των τεστ νοημοσύνης και την τελική αξιολόγηση των μικρών υποψηφίων. Δούλευε από νωρίς το πρωί ως το μεσημέρι σαν ένα κανονικό σχολείο, υπήρχαν τάξεις και δάσκαλοι, υπήρχαν θρανία και μαθητές, αλλά δεν υπήρχε διδακτέα ύλη. Τα παιδιά φοιτούσαν εκεί για ένα μήνα κατά τη διάρκεια του οποίου υποβάλλονταν σε διάφορες εκπαιδευτικές δοκιμασίες που στόχευαν στο να αναλύσουν και να αξιολογήσουν τις διάφορες παραμέτρους της νοημοσύνης τους: έπαιζαν ομαδικά κι ατομικά παιχνίδια, ζωγράφιζαν, μουτζούρωναν, έφτιαχναν κατασκευές με κύβους, αποστήθιζαν ποιήματα, συμπλήρωναν παραμύθια κι αθώα καθώς ήταν το διασκέδαζαν με την ψυχή τους. Η Σαβίνα σχεδίαζε τα τεστ, ενημέρωνε τους εκπαιδευτικούς, ήλεγχε τα αποτελέσματα και καταχωρούσε στα αρχεία τη βαθμολογία του κάθε παιδιού. Υπήρχαν τρία μητρώα, ένα για τους ευφυείς, ένα για τους μέσους κι ένα για τα παιδιά με νοημοσύνη κάτω του μετρίου, τα οποία αποστέλλονταν στο τέλος κάθε μήνα στο αντίστοιχο Δημοτικό σχολείο, όπου και θα εγγράφονταν τελικά οι μικροί μαθητές, για να αρχίσει εκεί πια η πραγματική τους εκπαίδευση. Στα καθήκοντα της Σαβίνας συμπεριλαμβανόταν και η ενημέρωση των γονέων στο τέλος κάθε «εξεταστικής περιόδου», που προσέρχονταν ένας ένας στο γραφείο της κι εκείνη τους αντιμετώπιζε θωρακισμένη πίσω από βαριά ξύλινα έπιπλα και το ανάλογο επιστημονικό ύφος. Τις όποιες δυσαρέσκειες, τα άτοπα συναισθηματικά ξεσπάσματα, τις θριαμβολογίες των ευτυχισμένων μαμάδων, τους απρόοπτους συζυγικούς καβγάδες –«εσύ φταις που δεν τα καταφέρνει το παιδί»- όλα τα επεξεργαζόταν θεωρητικά, τα ερμήνευε, τα κατέτασσε και τα προσπερνούσε. Ύστερα έκλεινε τα αρχεία του μήνα, άνοιγε ένα καινούργιο ντοσιέ με χοντρά φύλλα και άρχιζε να αντιγράφει απ’ τους επίσημους καταλόγους τα καινούργια ονόματα, που αντιπροσώπευαν καινούργια παιδιά και καινούργιους γονείς. Ύστερα από ένα εξάμηνο όλα αυτά συνέβαιναν σχεδόν αυτόματα, χωρίς την παραμικρή συναισθηματική συμμετοχή εκ μέρους της, χωρίς την παραμικρή αμφιβολία ότι επιτελεί το καθήκον για το οποίο είχε προετοιμαστεί με τις σπουδές της και χωρίς κανέναν ενδοιασμό όσον αφορά τη «λειτουργική σκοπιμότητα» του ξεδιαλέγματος.

Δεν υπάρχουν σχόλια: